κατιρτζής
(ουσ. αρσ.)
κατ͑ιρτζής
[katʰirˈdzis]
Μισθ., Σίλατ.
γατ͑ιρτζής
[ɣatʰirˈdzis]
Σίλ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. katırcı = μουλαράς. Η λ. και Βιθυν. Ιων. Πόντ.
Μουλαράς, αγωγιάτης
ό.π.τ.
:
Οπ’ του γατ͑ιρτζή Μουσταφά έβιψά σας τρίγια γουμάρια
(Με τον μουλαρά το Μουσταφά σας έστειλα τρία φορτώματα)
Σίλ.
-Συλλ.