κατολίκης
(ουσ. αρσ.)
κατολίκης
[katoˈlicis]
Αραβαν.
κατολίκ'
[katoˈlic]
Φάρασ.
κ͑ατ͑ολίκ͑
[kʰatʰoˈlikʰ]
Φάρασ.
Θηλ.
κ͑ατ͑ολίκτ͑σα
[kʰatʰoˈliktʰsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. katolik, το οπ. από το γαλλ. catholique < λατιν. < αρχ. επίθ. καθολικός. Ο θηλ. τύπ. κ͑ατ͑ολίκ'τ͑σα από τον αρσ. κ͑ατ͑ολίκ' με παραγωγ. επίθμ. -ισσα. Πβ. νεότ. ουσ. κατόλικος (Mackridge 2021).
1. Καθολικός ως προς το θρήσκευμα
Φάρασ.
2. Χαρακτηρισμός ασεβούς χριστιανού
Αραβαν.