ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατίρι (ουσ. ουδ.) γκατι̂́ρ [ga'tɯr] Ουλαγ. γατι̂́ρ [γa'tɯr] Αξ., Σίλ. κατούρ' [qa'tur] Αξ., Ουλαγ. γατ͑ούρ’ [ɣaˈtʰur] Μισθ. Πληθ. γατι̂́ρια [ɣa'tɯrʝa] Αξ. κατούρια [ka'turʝa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. katır = μουλάρι.
Μουλάρι ό.π.τ. : Πήγε ένα χωριό· έπερε σεράνdα qατούρια και ήρτε πάλι εκού ντο χτέρ κουνdά (Πήγε σε ένα χωριό· πήρε σαράντα μουλάρια και πήγε ξανά εκεί στον βράχο κοντά) Ουλαγ. -Dawk. Πήγαν άλλο λίγο, ήλτεν ένα κατούρ (Πήγαν λίγο πιο μακριά, ήρθε ένα μουλάρι) Αξ. -Dawk. Και τ' τζαdίσα με τ' κόρη τ' ντένουν ντα παν ντὄνα απ' ένα γατιριού τουράγια, σερματούν ντα, σ̑άνουν ντα π͑αρτσ̑άγια π͑αρτσ̑άγια (Και την γριά μάγισσα με την κόρη της τις δένουν την καθεμιά σε μιά ουρά μουλαριού, τις σέρνουν, τις κάνουν κομμάτια-κομμάτια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Βγάλ' κι εκεί τα ντυό γαζάνια λίρες και με ντυό γατίρια φορτωμένα παραμαίν' (Βγάζει κι εκείνα τα δύο καζάνια λίρες και με δύο μουλάρια φορτωμένα γυρίζει σπίτι του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντώκι μας απού ντυό χτηνά λέ', απ' ένα βόι λέ', απ' ένα γατ͑ούρ’ (Μας έδωσε (το κράτος) από δύo αγελάδες, λέει, από ένα βόδι, λέει, από ένα μουλάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Απ' Ντράμα μι δα γατούρια να πάν ντώδεκα σαγάτια μακρά (Από την Δράμα να πάνε με τα μουλάρια 12 ώρες μακριά ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. βορδώνι, μπεγκίρι :2