κατήφορος
(ουσ. αρσ.)
κατήφορος
[kaˈtiforos]
Σινασσ.
κατώφορος
[kaˈtoforos]
Φάρασ.
κατώφ'ρους
[kaˈtofrus]
Φάρασ.
κατούφορο
[kaˈtuforo]
Αφσάρ.
κατηφόρου
[katiˈforu]
Από μεταγν. επίθ. κατώφορος (< αρχ. επίθ. κατάφορος). Ο τύπ. κατήφορος από μεσν. επίθ. κατήφορος.
Πβ.
κατωφόρου
Κατήφορος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Πήρ' ο τυφλός κατήφορο
(Ο τυφλός πήρε τον κατήφορο˙ για επίμονα και επαναλαμβανόμενα αιτήματα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Το μέγο ο ανήφορος έσ̑ει τσ̑αι μέγο κατήφορο
(Ο μεγάλος ανήφορος έχει και μεγάλο κατήφορο˙ Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει κανείς κοινωνικά ή επαγγελματικά, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η καταστροφή του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Έκωσαν, 'υρίσταν, πήραν τον κατώφορο
(Γύρισαν, στράφηκαν να φύγουν, πήραν τον κατήφορο)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Συνών.
κατάβα, κατεβασιά