κατεβασιά
(ουσ. θηλ.)
κατεβασιά
[katevaˈsça]
Μαλακ., Τσελτ.
κατεβασ̑ά
[katevaˈʃa]
Σίλ.
καταβασιά
[katavaˈsça]
Γούρδ., Μαλακ.
Από το μεταγν. ουσ. κατεβασία.
2. Παραλυσία, αποπληξία
Μαλακ., Σίλ.
:
Κατεβασ̑ά σε μι κατεβεί
(Θα μου έρθει νταμπλάς)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
4. Καταρράχτης του ματιού
Σίλ.
:
Κατέβ’κι κατεβασ̑ὰ του μάτσ̑ι μου
(Κατέβηκε κατεβασιά στο μάτι μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.