ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατεβασιά (ουσ. θηλ.) κατεβασιά [katevaˈsça] Μαλακ., Τσελτ. κατεβασ̑ά [katevaˈʃa] Σίλ. καταβασιά [katavaˈsça] Γούρδ., Μαλακ. Από το μεταγν. ουσ. κατεβασία.
1. Συνάχι, καταρροή Γούρδ., Μαλακ. Συνών. καταρροή
2. Παραλυσία, αποπληξία Μαλακ., Σίλ. : Κατεβασ̑ά σε μι κατεβεί (Θα μου έρθει νταμπλάς) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5
3. Κατήφορος Τσελτ. Συνών. κατάβα, κατήφορος
4. Καταρράχτης του ματιού Σίλ. : Κατέβ’κι κατεβασ̑ὰ του μάτσ̑ι μου (Κατέβηκε κατεβασιά στο μάτι μου) Σίλ. -Κωστ.Σ.