κατάβα
(ουσ. ουδ.)
κατάβα
[kaˈtava]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. κατάβα, το οπ. από την προστακτ. κατάβα του ρ. κατεβαίνω, όπου και τύπ. καταβαίνω. Για τον σχηματ.
Πβ.
έβγα
1. Κατήφορος
2. Η λ. και ως τοπων.
Σινασσ.