καταθαλώνα
(ουσ. θηλ.)
καταθαλώνα
[kataθaˈlona]
Φάρασ.
Ουδ.
καταθαλώνι
[kataθaˈloni]
Φάρασ.
Από αμάρτ. καταλιθαρώνας, το οπ. από το πρόθμ. κατά- και το ουσ. λιθάρι, όπου και τύπ. θάλι, και παραγωγ. επίθμ. -ώνα. Ο τύπ. καταθαλώνι από τον τύπ. καταθαλώνα με παραγωγ. επίθμ. -ι.
Ως χαρακτηρισμός τόπου, πετρώδης, γεμάτος πέτρες
:
Η στράτα ήτουνε πολύν γκαταθαλώνα
(Ο δρόμος ήταν πολύ πετρώδης)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ένι ο τσ̑ιπ ο τόπος καταθαλώνι· τα θάλε είνdαι βένετα τσ̑ιπ τα κάχε, τα ρουσ̑ία είνdαι βένετα
(Είναι όλος το τόπος πετρώδης· τα βράχια είναι μπλε σε όλες τις μεριές, τα βουνά είναι μπλε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Α