κατακρούεμα
(ουσ. ουδ.)
κατακρούεμα
[kataʹkruema]
Φάρασ.
Πληθ.
κατακρουέματα
[katakruʹemata]
Φάρασ.
Από το ρ. κατακρούω και το παραγωγ. επίθμ. -ημα.
1. Σύγκρουση, μάχη
:
Τζ̑ο 'υρεύουμε να μπούμε αδού σο κατακρούεμα
(Δεν θέλουμε να εμπλακούμε σε αυτή τη σύγκρουση)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Σκοτώθαμ' πουά φορέδες τζ̑αι 'μείς τζ̑αι τα πρωτινά μας 'ς 'αν 'τό τα κατακρουέματα
(Σκοτωθήκαμε πολλές φορές κι εμείς και οι παλιότεροί μας σε συγκρούσεις σαν αυτή)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
2. Στον πληθ., απανωτά χτυπήματα