κατακεφαλιάζω
(ρ.)
κατακεφαλιάζω
[katakefaˈʎazo]
Σινασσ.
Από το επίρρ. κατακέφαλα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Χτυπάω κάποιον στο κεφάλι