κάτα (I)
(ουσ. θηλ.)
κάτα
[ˈkata]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Ποτάμ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
κάτ͑-τ͑α
[kattʰa]
Σίλ.
κάντα
[ˈkada]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. κάττα, δάν. από το υστερολατιν. catta.
1. Γάτα
ό.π.τ.
:
Το κάτα έγλειψε το πινέκ'
(Η γάτα έγλειψε το πιάτο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πήγαν να σκοτώσουν την γκάτα με το σ̑κυλί
(Πήγαν να σκοτώσουν την γάτα και το σκυλί)
Ποτάμ.
-Dawk.
H κάντα σα 'ήρασε τζαι τζ̑ο μπορείνκε να πι-έσει τις παντιdζοί, νανόστη ατέ τη δεβοσύνη
(Η γάτα όταν γέρασε και δεν μπορούσε να πιάσει τους ποντικούς, σκέφτηκε αυτή την πονηριά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Σο σπίσ̑' απέσω το κάτα και το ναίκα να βρερεί
(Στο σπίτι μέσα η γάτα και η γυναίκα (πρέπει) να βρεθεί˙ Η γάτα είναι κάτι πολύ σημαντικό για το σπιτικό, όσο κι η γυναίκα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σο σπίτιν 'μπέσου κάτα τσ̑αι ναίκα λειψό τζ̑ο πρέπει να 'ίνεται
(Στο σπίτι μέσα γάτα και γυναίκα δεν πρέπει να λείπουν˙ Η γάτα είναι κάτι πολύ σημαντικό για το σπιτικό, όσο κι η γυναίκα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σην γκάτα το κωδώνι τιζ 'άν’dα κρεμάσει;
(Στην γάτα το κουδούνι ποιος θα το κρεμάσει;˙ για κάτι που εύκολα σχεδιάζεται αλλά δύσκολα πραγματοποιείται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
πισίκα
β.
Μτφ., δύστροπη γυναίκα
Αξ.