ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάτα (I) (ουσ. θηλ.) κάτα [ˈkata] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Ποτάμ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. κάτ͑-τ͑α [kattʰa] Σίλ. κάντα [ˈkada] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. κάττα, δάν. από το υστερολατιν. catta.
1. Γάτα ό.π.τ. : Το κάτα έγλειψε το πινέκ' (Η γάτα έγλειψε το πιάτο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήγαν να σκοτώσουν την γκάτα με το σ̑κυλί (Πήγαν να σκοτώσουν την γάτα και το σκυλί) Ποτάμ. -Dawk. H κάντα σα 'ήρασε τζαι τζ̑ο μπορείνκε να πι-έσει τις παντιdζοί, νανόστη ατέ τη δεβοσύνη (Η γάτα όταν γέρασε και δεν μπορούσε να πιάσει τους ποντικούς, σκέφτηκε αυτή την πονηριά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Σο σπίσ̑' απέσω το κάτα και το ναίκα να βρερεί (Στο σπίτι μέσα η γάτα και η γυναίκα (πρέπει) να βρεθεί˙ Η γάτα είναι κάτι πολύ σημαντικό για το σπιτικό, όσο κι η γυναίκα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σο σπίτιν 'μπέσου κάτα τσ̑αι ναίκα λειψό τζ̑ο πρέπει να 'ίνεται (Στο σπίτι μέσα γάτα και γυναίκα δεν πρέπει να λείπουν˙ Η γάτα είναι κάτι πολύ σημαντικό για το σπιτικό, όσο κι η γυναίκα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σην γκάτα το κωδώνι τιζ 'άν’dα κρεμάσει; (Στην γάτα το κουδούνι ποιος θα το κρεμάσει;˙ για κάτι που εύκολα σχεδιάζεται αλλά δύσκολα πραγματοποιείται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. πισίκα
2. Αγριόγατα Αξ. Συνών. αγριόκατα
β. Μτφ., δύστροπη γυναίκα Αξ.