κασμαλατίσκω
(ρ.)
γασμαλατίσκω
[ɣasmalaˈtisko]
Φκόσ.
Από το ουσ. κασμάς, όπου και τύπ. γασμάς και τα παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω και -ίσκω.
Τσαπίζω
:
'δρευτίνκεν τα 'βκάdζ̑α, γασμαλατίσκεν τα, 'ρύσκεν τα
(Άρδευε τα αυλάκια, τα τσάπιζε, τα έσκαβε)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ373