κασμαλατίσκω
(ρ.)
γασμαλατίζω
[ɣasmalaˈtizo]
Φκόσ.
Από το ουσ. κασμάς, όπου και τύπ. γασμάς και τo παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Τσαπίζω
:
'δρευτίνκεν τα 'βκάτζ̑α, γασμαλατίσκεν τα, 'ρύσκεν τα
(Άρδευε τα αυλάκια, τα τσάπιζε, τα έσκαβε)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ373
Τροποποιήθηκε: 25/08/2025