κασβάρι
(ουσ. ουδ.)
κασβάρι
[kaˈzvari]
κασβάρ'
[kaˈzvar]
Πιθ. από αμάρτ. ουσ. *κοσσυφάρι, πβ. διαλεκτ. τύπ. κουσβάρι Θεσσ., Μακεδ. (Αρχείο ΙΛΝΕ).
1. Καρακάξα
2. Κοτσύφι
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 30/10/2025