κασβάρι
(ουσ. ουδ.)
κασβάρι
[kaˈzvari]
κασβάρ'
[kaˈzvar]
κουσβάρι
[kuzˈvari]
Σινασσ.
Από το ουσ. κασβάρα = καρακάξα και το παραγωγ. επίθμ. -ι.
1. Καρακάξα
2. Κοτσύφι
Σινασσ.