ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάστανο (ουσ.) κάστανου [ˈkastanu] Σίλ. κα̈́στανα [ˈcæstana] Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. κάστανον = γλυκό κάστανο. Η σημ. 1 νεότ. Η σημ. 2 μεσν. Ο τύπ. κα̈́στανα αντιδάν., μέσω του τουρκ. kestane, το οπ. από τα ελλ. πλ. κάστανα ή καστάνια = (γλυκά) κάστανα, καστανιές, ή καστανία/καστανιά = καστανιά.
1. Κάστανο : Χέκιμ' ντα κιάστανις σου προυσ̑ά απάν' να ψηχούν (Βάζαμε τα κάστανα πάνω στην πυροστιά να ψηθούν) Μισθ. -Κοτσαν. Να είχαμ' τσ̑ι λία κιάστανις (Να είχαμε και λίγα κάστανα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Καστανιά Μισθ. : Όποτε ράνανα ένα κιάστανα, στεκόδουμι (Όποτε έβλεπα μιά καστανιά, στεκόμουνα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.