ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατά (I) (πρόθ.) κατά [kaˈta] Ανακ., Σινασσ. κάταν [ˈkatan] Σίλ. Αρχ. πρόθ. κατά.
1. Σύμφωνα με, αναλόγως με Ανακ., Σινασσ. : Κατά τα αμαρτίε τουν (Σύμφωνα με τις αμαρτίες τους) Ανακ. -Cost. || Φρ. Κατά το είσαι δεν είσαι (Σύμφωνα με το τι είσαι δεν είσαι˙ για τους επηρμένους) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Κατά το φάπλωμα μ’ απλώνω τα πόδια μ’ (Σύμφωνα με το πάπλωμά μου απλώνω τα πόδια μου˙ φροντίζω να μην υπερβαίνω τις δυνατότητές μου / δεν επιχειρώ παράτολμες κινήσεις) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Όπως, σαν Σίλ. : Να ήτα κι εγώ κάταν εσέ ντελίγανους (Να ήμουν κι εγώ σαν εσένα νέος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κιάταν του γάινταρου ανοίζ' ένα στόμα (Ανοίγει ένα στόμα σαν τον γάιδαρο) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Κιάταν του σκούνdου αβλαντά μύγες (Σαν το σκύλο κυνηγάει μύγες˙ για αργόσχολους) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. νάχαλα, ως, ότιχαλα
3. Σε παγιωμένες φράσεις Ανακ. : || Φρ. Κατά τα πολλά και ακριβά σε χαιρετώ (Σε χαιρετώ με μεγάλη τιμή˙ τυπική φράση στο τέλος επιστολής) Ανακ. -Κωστ.Α.