κατά (I)
(πρόθ.)
κατά
[kaˈta]
Ανακ., Σινασσ.
κάταν
[ˈkatan]
Σίλ.
Αρχ. πρόθ. κατά.
1. Σύμφωνα με, αναλόγως με
Ανακ., Σινασσ.
:
Κατά τα αμαρτίε τουν
(Σύμφωνα με τις αμαρτίες τους)
Ανακ.
-Cost.
|| Φρ.
Κατά το είσαι δεν είσαι
(Σύμφωνα με το τι είσαι δεν είσαι˙ για τους επηρμένους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Κατά το φάπλωμα μ’ απλώνω τα πόδια μ’
(Σύμφωνα με το πάπλωμά μου απλώνω τα πόδια μου˙ φροντίζω να μην υπερβαίνω τις δυνατότητές μου / δεν επιχειρώ παράτολμες κινήσεις)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Όπως, σαν
Σίλ.
:
Να ήτα κι εγώ κάταν εσέ ντελίγανους
(Να ήμουν κι εγώ σαν εσένα νέος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κιάταν του γάινταρου ανοίζ' ένα στόμα
(Ανοίγει ένα στόμα σαν τον γάιδαρο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Κιάταν του σκούνdου αβλαντά μύγες
(Σαν το σκύλο κυνηγάει μύγες˙ για αργόσχολους)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
νάχαλα, ως, ότιχαλα
3. Σε παγιωμένες φράσεις
Ανακ.
:
|| Φρ.
Κατά τα πολλά και ακριβά σε χαιρετώ
(Σε χαιρετώ με μεγάλη τιμή˙ τυπική φράση στο τέλος επιστολής)
Ανακ.
-Κωστ.Α.