ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νάχαλα (σύνδ.) νάχαλ [ˈnaxal] Σίλ. νάχαλα [ˈnaxala] Σίλ. νάχαλου [ˈnaxalu] Σίλ. νάχατα [ʹnaxata] Σίλ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ερωτηματ. επίρρ. nahal = πώς, σε ποια κατάσταση (Tietze 2019, λ. naha). Οι τύπ. νάχαλου, νάχαλα ως κλινόμενα επίθ.
1. Ως ερωτηματ. επίρρ., τι λογής, τι είδους, τι σόι Σίλ. : Νάχαλ' σάλημα ήτου που σάλησις τσ̑η σύρα (Τι σόι κλείσιμο ήταν που αυτό που έκλεισες την πόρτα;) -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τια νάχαλου νίψιμα 'ναι; (Αυτό τι σόι πλύσιμο είναι;) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Ως ερωτηματ. σύνδ., πώς : Ρώτσ̑ησι τσ̑ην γκόρη νάχαλα 'ενήκασ̑ι τούτα (Ρώτησε την κόρη του πώς έγιναν αυτά) Σίλ. -Dawk. Χίτς̑ να φάγου ψωμί ρεν έχου, να φορώσου ρούχα ρεν έχου· νάχαλα μη ντϋσ̑ϋνdζ̑ήσου; (Δεν έχω καθόλου ψωμί να φάω, δεν έχω ρούχα να φορέσω, πώς να μην προβληματιστώ;) Σίλ. -Dawk. Νάχαλ 'εν̑ίσκιτι καλά; Νάχαλ λαρών̑ν̑ει; (Πώς θα γίνει καλά; Πώς θεραπεύεται;) Σίλ. -Dawk.JHS Γαϊβέ νάχαλ τα σέλετι, σεκέρ νιούγου ή τατλού; (Τον καφέ πώς τον θέλετε, με λίγη ζάχαρη ή γλυκό;) Σίλ. -Εκμεκ. Ίλκιαστα ρωτώ τ’ αφιγιέτι σου νάχαλου ’ναι (Πρώτον ρωτώ για την υγεία σου πώς είναι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Σήμερ' νάχαλ είσου; (Σήμερα πώς είσαι;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ιπκιάλτα δωτώ τ' αφηγιέτι σου νάχαλου ν' έναι (Εν πρώτης ρωτώ περί της υγείας σου πώς είναι) Σίλ. -Συλλ. Συνών. πώς, τίχαλα, τούς :1
3. Ως ομοιωματικός σύνδ., όπως : Nάχαλα γκαν ντα σέλεις σε τα ποίσουμι (Oπως τυχόν τα θέλεις θα τα κάνουμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ο Γιορδάνης μας ηύρι καλ̑ή νιούφη, νάχαλ τση σέλαμι (Ο Ιορδάνης μας βρήκε καλή νύφη, όπως την θέλαμε) Σίλ. -Εκμεκ. Νάχαλα κι αν τα σελήζητε, σα μας σεβιντουρντήσετε (Όπως θέλετε, θα μας δώσετε μεγάλη χαρά) Σίλ. -Συλλ. Συνών. τζας :2, τούς :3