ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νε (I) (σύνδ.) νε [ne] Αξ., Αραβαν., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. να̈ [næ] Αφσάρ. Από τον νεότ. σύνδ. νέ = ούτε (Λεξ. Σομ.), το οπ. από τον τουρκ. αρνητ. σύνδ. ne = ούτε.
1. Ούτε ό.π.τ. : Νε λάλτσεν νε τσ̑ύριξεν (Ούτε μίλησε ούτε φωνή έβγαλε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Nε ετό έπ'κε νε τ' άλλο (Ούτε το ένα έκανε ούτε το άλλο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τσ̑η 'εναίκα ντου χιτς̑ νε παρά νε χαρτσ̑ί τσ̑η βέμνει (Στη γυναίκα του καθόλου ούτε χρήματα ούτε γράμμα στέλνει) Σίλ. -Dawk. Νε ψωμί τρώνκανε νε νερό πίνκανε (Ούτε ψωμί έτρωγαν ουτε νερό πίνανε) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Νε πήαμ' νε ξεύρουμ' (Ούτε πήγαμε ούτε ξέρουμε) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Νε ρούχα φόραινκε νε τίπως, ήτουν τραχαριέρι (Ούτε ρούχα φόραγε ούτε τίποτα, ήταν τριχωτός) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Νε ίν ’μαι, νε τζ̑ίν ’μαι (Ούτε ξωτικό είμαι, ούτε τζίνι είμαι) Ουλαγ. -Dawk. ’γώ νε κ’θάρι έχω, νε άσ̑υρο (Εγώ ούτε κριθάρι έχω ούτε άχυρο) Φάρασ. -Grég. Νε ψωμί νε λερό νε χι̂̇ργιά χέκνισ̑κεν ντα (Ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε φαγητό τους έβαζε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ιτό dο παιί νε απ’ το μάνα του φοάται, νε απ’ το βάβα τ’ (Αυτό το παιδί ούτε την μάνα του φοβάται ούτε τον πατέρα του) Ουλαγ. -Κεσ. Ούτσ̑α όμορφο παλληκάρ’ ντεν είρα, νε να χιωρήσω (Τέτοιο όμορφο παλληκάρι δεν έχω δει, ούτε θα δω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Φρ. Νε λαλιά νε φωνιά (Ούτε λαλιά ούτε φωνή˙ ούτε φωνή ούτε ακρόαση, απόλυτη σιωπή) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Νε φσ̑άχα νε σκυλιά (Ούτε παιδιά ούτε σκυλιά˙ χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις) Σινασσ. -Τακαδόπ. Νε κλαί’ νε γι-ά (Ούτε κλαίει ούτε γελάει˙ ούτε κρύο ούτε ζέστη, δεν έχει διαφορά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Στάθη ση θύραν ’μbρό· νε ατζ̑είνος μπαίνει, νε του έρχονται ’φήνει τα (Στάθηκε στην πόρτα μπροστά· ούτε εκείνος μπαίνει, ούτε αφήνει αυτούς που έρχονται˙ για όσους εμποδίζουν τους άλλους χωρίς να κάνουν και οι ίδιοι τίποτα) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Το στσ̑υλ-λί πή’ε σο παθινί, ’πνώνει· νε ατσ̑είνος τρώ’ νε τ’ άβγο ’φήνει να φά’ (Το σκυλί πήγε στο παχνί, κοιμάται· ούτε εκείνο τρώει ούτε το άλογο αφήνει να φάει˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Νε την gόρη του δίτει νε το συμbέθερο φκαντάζει (Ούτε την κόρη του δίνει ούτε τον συμπέθερο δυσαρεστεί˙ για όσους καταφέρνουν να κάνουν την δουλειά τους χωρίς να δυσαρεστούν τους άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Νε έρεσαι, νε φαίνεσαι, νε κλώνεις, νε τρανάς μας
'το κρουν σο νού σ' τα Σ̑ίλατα, κρεύεις και αρατάς μας
(Ούτε έρχεσαι, ούτε φαίνεσαι, ούτε γυρίζεις ούτε μας κοιτάς
όταν φέρνεις στο νου σου τα Σίλατα, μας αποζητάς και μας ψάχνεις)
Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812
Συνών. μήτε, μπιλέ :4, ούτε
2. Ούτε καν Σίλ. : Νε τσ̑ικίνια τα σώριψι (Ούτε καν ως δέμα δεν τα μάζεψε, τα μάζεψε πολύ άσχημα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6