νελικιά
(ουσ. θηλ.)
νελικιά
[neliˈca]
Δίλ., Μισθ.
νελιτσ̑ά
[neli'tʃa]
Μισθ.
'ελικιά
[eliˈca]
Φλογ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. nalça = πέταλο, λόγω του σχήματος του εξαρτήματος αυτού. Εναλλακτικά, από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. elik = μοχλός (THADS, λ. elik III).
1. Εξάρτημα του κάρου το οποίο συνδέει τον ζυγό με τον κεντρικό άξονα πρόσδεσης των ζώων, άξονας πρόσδεσης
Μισθ., Φλογ.
2. Εξάρτημα της δουκάνης, επίμηκες ξύλο που την συνδέει με τον ζυγό.
Δίλ., Φλογ.
3. Επίμηκες ξύλινο εξάρτημα, το οποίο συνδέει τον ζυγό των ζώων με τον κεντρικό άξονα του κάρου, το αλέτρι ή την δουκάνη
Μισθ., Φλογ.