ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νενεντράδι (ουσ. ουδ.) νενενdράδι [nenenˈdraði] Φάρασ. Αρσ. νενεντράς [nenenʹdras] Φάρασ. Πληθ. νενεντράδε [nenenʹdraðe] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ἀναδενδράδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἀναδενδράς = αναρριχώμενη κληματαριά.
Κληματαριά : 'υρεύω 'δέ να φυτέψ' α νενενdράδι τζ̑αι το νενενdράδι να ζώνει τσ̑ιπ ατέ τη μερα̈́ (Θέλω να φυτέψεις εδώ μιά κληματαριά, και η κληματαριά να ζώνει όλη αυτή την μεριά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. ασμάς