νε (II)
(αντων.)
νε
[ne]
Ουλαγ., Σίλ.
ν
[n]
Ουλαγ.
Από την τουρκ. ερωτηματ. αντων. ne = α) τι β) ως αόρ. αντων., ότιδήποτε γ) ως ερωτηματ. επίρρ. με επίθ. και επιρρ., πόσο.
Πβ.
νάγανταρ,
νάχαλα
1. Ερωτηματ. αντων., τι
Ουλαγ.
:
Ν’ έω το;
(Τι το έχω; Τι με νοιάζει;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ισύ ν’ έεις το gαι λαλείς;
(Εσύ τι το έχεις, τι σε νοιάζει και μιλάς;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
«Ατί dϋσ̑ϋντάς;» […] «Ν’ έεις το ισύνα;»
((«Γιατί είσαι σκεπτικός;» […] «Τι σε νοιάζει εσένα;»)
Ουλαγ.
-Dawk.
2. Με επίθ. ή επίρρ., πόσο
Σίλ.
:
Νε τσ̑ικίνια τα σώριψι!
(Πόσο άσχημα τα δίπλωσε, ενν. τα ρούχα!)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.