ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νε (II) (αντων.) νε [ne] Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. ν' [n] Ουλαγ. Από την τουρκ. ερωτηματ. αντων. ne = α) τι β) ως αόρ. αντων., ότιδήποτε γ) ως ερωτηματ. επίρρ. με επίθ. και επιρρ., πόσο. Πβ. νάγανταρ, νάχαλα
1. Ερωτηματ. αντων., τι Ουλαγ. : Ν’ έω το; (Τι το έχω; Τι με νοιάζει;) Ουλαγ. -Κεσ. Ισύ ν’ έεις το gαι λαλείς; (Εσύ τι το έχεις, τι σε νοιάζει και μιλάς;) Ουλαγ. -Κεσ. «Ατί dϋσ̑ϋντάς;» […] «Ν’ έεις το ισύνα;» ((«Γιατί είσαι σκεπτικός;» […] «Τι σε νοιάζει εσένα;») Ουλαγ. -Dawk. Καθούσανdε σο πόστι πάνω σο πάτωμα· τεμέκ νε πάτωμα; Χώμα πατημένο τζαι α ασίρι (Καθότανε (σταυροπόδι) πάνω στην προβιά στο πάτωμα· δηλαδή τι πάτωμα; Χώμα πατημένο που είχε στρωμένη μιά ψάθα) Σατ. -Παπαδ.
2. Με επίθ. ή επίρρ., πόσο Σίλ. : Νε τσ̑ικίνια τα σώριψι! (Πόσο άσχημα τα δίπλωσε, ενν. τα ρούχα!) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τι έν' ετά το 'μόν το ντέρτ' νε! (Τι είναι αυτό το βάσανό μου!) Σινασσ. -Τακαδόπ.