νέγκωσμα
(ουσ. ουδ.)
νένgωσμα
[ˈneŋgozma]
Φάρασ.
νένgωσμον
[ˈneŋgοzmοn]
Φάρασ.
νέγκουμα
[ˈneŋguma]
Φάρασ.
Από το ρ. ανακλώθω, όπου και τύπ. νενgώθω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Περίπατος, σεργιάνι
:
Πήγεν σο νένgωσμον
(Πήγε για περίπατο)
Φάρασ.
-Dawk.
Το 'ρκούδι πήε σο νέγκωσμα
(Το αρκούδι βγήκε στο σεργιάνι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πηάγανε με τον νταντάν ντου σο νένgωσμα
(Πήγαν με τον πατέρα τους για περίπατο)
Φάρασ.
-Dawk.
2. Αναζήτηση
3. Κατ' επέκτ', κυνήγι
:
Πηάγαμ' σου περντιτσού το νένgωσμα
(Πήγαμε στο κυνήγι της πέρδικας)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Πήρεν το τουφάνκι, πήγεν σο νένgωσμον
(Πήρε το τουφέκι, πήγε στο κυνήγι)
Φάρασ.
-Dawk.
Γαρνού το νέγκωσμα
(Κυνήγι αγριοκάτσικου)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
άβι :1, αβλάντημα, αβτζιλίκι :1, αβλίχι
Πβ.
αβλίχι