ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νέγκωσμα (ουσ. ουδ.) νένgωσμα [ˈneŋgozma] Φάρασ. νένgωσμον [ˈneŋgοzmοn] Φάρασ. νέγκουμα [ˈneŋguma] Φάρασ. Από το ρ. ανακλώθω, όπου και τύπ. νενgώθω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Περίπατος, σεργιάνι : Πήγεν σο νένgωσμον (Πήγε για περίπατο) Φάρασ. -Dawk. Το 'ρκούδι πήε σο νέγκωσμα (Το αρκούδι βγήκε στο σεργιάνι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πηάγανε με τον νταντάν ντου σο νένgωσμα (Πήγαν με τον πατέρα τους για περίπατο) Φάρασ. -Dawk.
2. Αναζήτηση
3. Κατ' επέκτ', κυνήγι : Πηάγαμ' σου περντιτσού το νένgωσμα (Πήγαμε στο κυνήγι της πέρδικας) Φάρασ. -Ανδρ. Πήρεν το τουφάνκι, πήγεν σο νένgωσμον (Πήρε το τουφέκι, πήγε στο κυνήγι) Φάρασ. -Dawk. Γαρνού το νέγκωσμα (Κυνήγι αγριοκάτσικου) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. άβι :1, αβλάντημα, αβτζιλίκι :1, αβλίχι
Πβ. αβλίχι