νερό
(ουσ. ουδ.)
νερόν
[neˈron]
Ανακ., Τροχ., Φάρασ.
νερό
[neˈro]
Ανακ., Αραβαν., Αραβ., Αφσάρ., Γούρδ., Δίλ., Μπέηκ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
νιαρό
[ɲaˈro]
Ανακ., Σίλ.
λερό
[leˈro]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φερτάκ.
Μεσν. ουσ. νερόν, το οπ. από μεταγν. νηρόν < νεαρόν (Χατζιδάκις ΜΝΕ Β΄, 598).
1. Νερό, ως πόσιμο υγρό
ό.π.τ.
:
Α φιλτσ̑άνι νερό
(Ένα φλιτζάνι νερό)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ένα σ̑ισ̑έ νερό
(Ένα μπουκάλι νερό)
Φλογ.
-Dawk.
Λερό κρύο
(Κρύο νερό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Λερού το λαγήν’
(Του νερού το λαγήνι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το νερό λίγο λίγο λιγοστεύ’
(το νερό σταδιακά λιγοστεύει)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Εζεσανε τρία χαλτζ̑ία νερό
(ζέστανε τρία καζάνια νερό)
Φάρασ.
-Dawk.
Πιέ ένα κιριό νιαρό
(πιες ένα κρύο νερό)
Σίλ.
-Dawk.
Λίψασα, ας πσ̑ω λίγο λερό
(δίψασα, ας πιω λίγο νερό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Νίβίξαμ’ ντου πρόσουπου μας μι τ’ παγουμένου ντου λερό
(πλέναμε το πρόσωπο μας με κρύο νερό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Βαβά μ’, να κονώσ’ τα χέρια μ’ λερό
(πατέρα μου, να χύσεις στα χέρια μου νερό)
Ουλαγ.
-Dawk.
Σε μπάσουμ’νιαρό κρασί απέσου
(θα βάλουμε νερό στο κρασί μέσα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να μη φέριτ’ ντετσιού ούλα ότι χρειαζιέμι, ντα φαγιά μ’ ντα λερά
(να μου φέρετε εκεί όλα ό,τι χρειάζομαι, τα φαγιά μου, τα νερά μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Πηγαίνισκαμι 'ς τη βρυσ' για λερό, κοντά ήdουν η βρυσ'
(Πηγαίναμε στην βρύση για νερό, κοντά ήταν η βρύση)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Εκεί κειότουν το πινάρ’ το έπιναν το νερό και πρησκόταν οι καριές τ’νε
(Εκεί ήταν η πηγή που έπιναν το νερό της και πρήζονταν οι κοιλιές τους)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ251
Έζεσαν ντο λερό, αψάτσικα έλουσαν ντο, άλλαξαν ντο
(Ζέσταναν το νερό, γρήγορα τον έλουσαν, τον άλλαξαν)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Έζισι τ’ νιαρό μ’, τ͑οκουσ̑λάισα, κασάρισα τα ρούχα μου
(Ζεστάθηκε το νερό μου, κοπάνησα, καθάρισα τα ρούχα μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα καρβαλιά πιάνισ̑καν ντου λερό κρύο
(Οι στάμνες από το Γκέλβερι κρατούσαν το νερό κρύο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Βρεχοϊού ντου λερό
(της βροχής το νερό˙ βρόχινο νερό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νιαρό μύλου
(νερού μύλος˙ νερόμυλος. Πβ. τουρκ. <em>su dermiğeni</em>)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντένω τα λερά
(δένω τα νερά˙ σταματώ το πότισμα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντουζλού νιαρό
(αλατισμένο νερό˙ σαλαμούρα, άλμη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γιορντανιού λερό
(του Ιορδάνη νερό˙ ο αγιασμός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Άλας λερό
(αλάτι νερό˙ το αλατόνερο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τ’ λερού το π͑ούλ'
(του νερού το πούλι˙ μικρό έντομο του νερού)
Αξ.
-Μαυροχ.
Ηκάηκι νιαρό
(κάηκε για νερό˙ δίψασε πολύ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντο λερό πορπαdά
(περπατά το νερό˙ αναβλύζει, τρέχει το νερό)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μποίκεν τ’όιμα μ’ λερό
(έκανε το αίμα μου νερό˙ με στενοχώρησε πολύ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'ς το γάμοζ-ους μ’ το κόσ̑κινο να κουβαλέσω λερό
(στο γάμο σου με το κόσκινο θα κουβαλήσω νερό˙ για εντελώς ανίκανο να κάνει κάτι, παρόλη την προθυμία του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ορνιγιού λερό
(όρνιθας νερό˙ κοτόζουμο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να το βγάλουμε σο νερό
(να το βγάλουμε στο νερό˙ λεγόταν όταν έπαιρναν τη νύφη με τραγούδια στην βρύση)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Μι το κονώεις λερό στο μύ΄ος ντε γυρίσ̑’
(με το να αδειάζεις το νερό ο μύλος δεν γυρίζει˙ χρειάζεται πολύς κόπος για να ολοκληρωθεί ένα έργο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ὀ,τσ̑ι έρχεται ασ' το λερό σο λερό παίν’
(ότι προέρχεται από νερό στο νερό πηγαίνει˙ όσα έχουν αποκτηθεί άκοπα ή με αδικία, χάνονται εύκολα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το γαϊρίδι χοσάφιν τζ̑ο τρώ’, πίνει το νερόν ντou
(το γαϊδούρι κομπόστα δεν τρώει, πίνει το νερό του˙ για όσους δεν ξέρουν να εκτιμούν κάτι καλό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Το πότισμα
Αξ., Σίλ.
:
|| Φρ.
Τ’ λερού φερμάν’
(το φιρμάνι του νερού
˙
φιρμάνι που ρύθμιζε το μοίρασμα του νερού για τις ποτιστικές ανάγκες)
Αξ.
-Μαυροχ.
2. Ειδικότ., νερό της βροχής
ό.π.τ.
:
Α ντου λερό κάνισκιν φούσκαρις, να βρέξ’ πολύ
(αν το νερό (ενν. της βροχής) έκανε φυσαλίδες καθώς έπεφτε, τότε θα έβρεχε πολύ)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Το νερό ‘ς τον γκουτσού ’ἐν’ θε’ό
(το νερό από τον Φλεβάρη είναι θολό˙ κυριολ., οι βροχές και οι πλημμύρες του Φεβρουαρίου θολώνουν τα ποτάμια, μτφ., πάντα κάποιος υπάρχει στον οποίο επιρρίπτουν το φταίξιμο για κάτι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Τα νερά που σχηματίζουν ένα ποτάμι, μιά λίμνη, θάλασσες κτλ.
ό.π.τ.
:
Ένα νερό έχισκαμ', έρονταν ασ' Κολή Ντάγ
(Ένα ποτάμι είχαμε, ερχόταν από το Κολή Ντάγ)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Πήρεν ντο το λερό
(τον πήρε το νερό˙ τον παρέσυρε το ποτάμι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Άντονdου παρπατεί το νερό, να παραπατήσει τσαι το γα’ μου
(όσο περπατεί, ρέει, το νερό, να περπατήσει και το γάλα μου˙ το έλεγαν οι γυναίκες που δεν είχαν γάλα και έκαναν παράκληση στα ξωκλήσια της Αγίας Γαλατερής για να τις θεραπεύσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Εφτά χρόνους να το φυλάεσαι ασ’ σο νερό, ασ’ σο γκρεμό, ασ’ ση φωτιά κρεύω σε
(εφτά χρόνια να το προσέχεις από το νερό, από τον γκρεμό, από τη φωτιά σου ζητώ˙ το έλεγε συμβουλευτικά η νονά στην μητέρα όταν η πρώτη παρέδιδε το παιδί μετά τη βάφτισή του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ντο σπίτ’ μας ήρτε λερογιού ντο πρόσωπο
(το σπίτι μας ήρθε στου νερού το πρόσωπο˙ το σπίτι μας πλημμύρισε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πατεί το το νερό
(το πατάει το νερό˙ πλημμύρισε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το λερό ακτίσ̑’ ακτίσ̑’ και ντουρουλντούσ̑’
(το νερό τρέχει τρέχει και καθαρίζει˙ οι νέοι όσο επιπόλαιοι κι αν είναι θα φρονιμέψουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το μέγαν το ψάρ’ ‘ς το μέγαν το λερό μεγαλών’
(το μεγάλο ψάρι στο μεγάλο νερό μεγαλώνει˙ πλούσιος ή σπουδαίος γίνεσαι σε μεγάλη πόλη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ἐφυγε το λερό και πόμ’νε το μίλις
(έφυγε το νερό κι έμεινε η άμμος˙ το πρόσκαιρο περνά, ενώ στο σταθερό μένει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
4. Γενικότερα, υγρό, π.χ. σωματικό έκκριμα, ορός τυριού κ.τ.ο
Δίλ., κ.α., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ.
:
Ντου μάτι μ’ κόπη λερό
(το μάτι μου τρέχει νερό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κόπ'σαν τα νερά τ'
(Έσπασαν τα νερά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τζ̑υριού τ' νιαρό
(Ορός τυριού, τυρόγαλο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Τάβραναν ντου λερό τ’
((ενν. από το τυρί) τραβούσαν το νερό του˙ το στέγνωναν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ήρταν/κόπαν τα λερά τ’
(ήρθαν κόπηκαν τα νερά, έρχεται το παιδί˙ για επίτοκο, έσπασαν τα νερά, πρόκειται να γεννήσει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
5. Τα ούρα
ό.π.τ.
:
Κονώνω το λερό μ’
(αδειάζω το νερό μου, κατουρώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κουπώνω το λερό μ’
(αδειάζω το νερό μου, κατορώ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
Του νερού το στσ̑εύος
(του κάτουρου το δοχείο˙ το ουροδοχείο)
Φάρασ.
-Ανδρ.