νέχα
(επιφ.)
νέχα
[ˈnexa]
Φάρασ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. επιφών. nahe = αλήθεια, πραγματικά (THADS, λ. nahe). Πβ. και τουρκ. επιφών. nah = να, κοίτα!
Ευχετικό επιφών. που επιτάσσεται του ρ.
Φάρασ.
:
Να φας το τζ̑ουφάλι σου, να χάσ' η αυλή σου, να χάσει νέχα!
(Να φας το κεφάλι σου, να χαλάσει η αυλή σου, να χαλάσει λοιπόν!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.