ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νεξέ (ουσ. ουδ.) νεξέ [neˈkse] Μισθ. να̈ξα̈́ [næˈksæ] Μισθ. ναξ̑ά [naˈkʃa] Μισθ., Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. ense, παλαιότ. eŋse = α) σβέρκος β) πλάτη γ) κωλομέρια. Tο αρκτ. ν- λόγω συνεκφοράς με την αιτ. του οριστ. άρθρου ή άλλες λ. που έληγαν σε -ν.
1. Αυχένας, σβέρκος ό.π.τ. : Ταύ'σιν μι να σ̑απλαχιά σ' νιαξά απάν' (Μου έρριξε μιά σφαλιάρα στον αυχένα πάνω) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Δα πτάαρια μας ναξ̑ά κρούϊξαμ' (Τα πόδια μας στον σβέρκο χτυπούσαμε˙ Τρέχαμε πολύ γρήγορα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γούβα, γουντούφα, κέρκελα, σφονδύλι, σφόνδυλος, συνξύνα
2. Λαιμός Μισθ. : Τὄνα κλέφτους ξέβαλεν ένα μασ̑αίρ', χέκεν ντου σ'νεξέ μ' (Ο ένας κλέφτης έβγαλε ένα μαχαίρι, μου το έβαλε στον λαιμό) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Συνών. γαργαράς, γκιρτλάκι, γουργούρι, λάραγγο, μπογάζι, συνξύνα :2