γουντούφα
(ουσ. θηλ.)
γουdούφα
[ɣuˈdufa]
Αξ.
χουτούβα
[xuˈtuva]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. κούτικας = βρεγματικό οστό (Λεξ. Πόρτ.), από όπου διαλεκτ. τύπ. κούτουπας = α) ινιακό οστό β) κεφάλι, κούτουπο = αυχένας, κουτούφα = αυχένας (αρχείο ΙΛΝΕ). Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hotak = α) κεφάλι β) ζώο χωρίς κέρατα (THADS, λ. hotak III, V).
2. Κατσίκα χωρίς κέρατα
Φάρασ.