ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουντούφα (ουσ. θηλ.) γουdούφα [ɣuˈdufa] Αξ. χουτούβα [xuˈtuva] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. κούτικας = βρεγματικό οστό (Λεξ. Πόρτ.), από όπου διαλεκτ. τύπ. κούτουπας = α) ινιακό οστό β) κεφάλι, κούτουπο = αυχένας, κουτούφα = αυχένας (αρχείο ΙΛΝΕ). Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hotak = α) κεφάλι β) ζώο χωρίς κέρατα (THADS, λ. hotak III, V).
1. Αυχένας, σβέρκος Αξ. Συνών. γούβα :3, κέρκελα :1, συνξύνα, σφονδύλι :1, σφόνδυλος :2
2. Κατσίκα χωρίς κέρατα Φάρασ.