σφόνδυλος
(ουσ.)
σφόνdυλο
[ˈsfondilo]
Φερτάκ.
σφόνdζ̑υλος
[ˈsfondʒilos]
Τελμ.
φσόνdυος
[ˈfsondios]
Φάρασ.
φσόνdυο
[ˈfsondio]
Φάρασ.
σόνdυλος
[ˈsondilos]
Αξ., Σινασσ., Φλογ.
σόνdυλο
[ˈsondilo]
Ανακ., Αξ., Σίλατ., Τσαρικ.
σόνdυλου
[ˈsondilu]
Μαλακ., Μισθ.
σόνdζ̑υλος
[ˈsondʒilos]
Τελμ.
σόνdελο
[ˈsondelo]
Σίλατ.
φόνdζ̑υλο
[ˈfondʒilo]
Αραβαν.
Από το αρχ. ουσ. σφόνδυλος με μετάθ. ή απλοποίηση του αρκτ. συμφων. συμπλέγματος.
1. O επιστροφεύς (ή άτλας) αυχενικός σπόνδυλος
Σινασσ., Τελμ.
:
Έσπασεν ο σόνdυλός του
(Έσπασε ο επιστροφεύς σπόνδυλός του)
-Αρχέλ.
2. Λαιμός, αυχένας
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Παχύ φόνdζ̑υλος έχεις
(Έχεις χοντρό λαιμό)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 404
Σιλαΐζ' του σόνdυλου μ'
(Πονάει ο λαιμός σου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσακώθη το σόνdυλό μ'
(Έσπασε ο τράχηλός μου)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
|| Φρ.
Να πομείν' ντου σόνdυλου σ' απ'κάτου σ'
((Υβρ.) Να απομείνει ο λαιμός σου κάτω˙ Να στραβώσει ο λαιμός σου, να μείνεις σκυφτός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Ο φσόνdυος σου 'κομη σο ζύν τζ̑o 'μbεί
(Ο σβέρκος σου ακόμα δεν μπήκε στον ζυγό˙ Το έλεγαν για τους ανύπαντρους, που δεν γνώρισαν ακόμα τα βάσανα της οικογένειας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το καμήλι να 'υρεύει καμbάλες, 'ς μακρύνει τον φσονdύον ντου
(Η καμήλα, αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει τον λαιμό της˙ Όταν θέλεις κάτι, κινήσου κι ο ίδιος να το πετύχεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ρώτ'σαν ντο καμήλι, είπαν ντι "Ο φσόνdυός σου σοτίπως έν' στραό;". Τσ̑' είπεν ντι το καμήλι «Το ποίο μερα̈́ έν' ορτό, να νά 'νι τσ̑' ο φσόνdυό μου ορτό;"
(Ρὠτησαν την καμήλα και της είπαν "Ο σβέρκος σου γιατί είναι στραβός;". Κι είπε η καμήλα "Ποιο μέρος μου είναι ίσιο, για να είναί ίσιος κι ο σβέρκος μου;"˙ Το έλεγαν για εκείνους που είναι γεμάτοι κακία και ελαττώματα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γούβα, γουντούφα, κέρκελα, συνξύνα, σφονδύλι