ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σφίγγω (ρ.) σφίγγου [ˈsfiŋgu] Μισθ. φσίνgω [ˈfsiŋgo] Φάρασ. σίγνω [ˈsiɣno] Ανακ., Τελμ. σίν-νω [ˈsinno] Φάρασ. σίν-νου [ˈsinnu] Κίσκ. Αόρ. έφσινξα [ˈefsiŋksa] Κίσκ., Φάρασ. Προστ. σινκ [siŋk] Κίσκ., Φάρασ. Από το αρχ. ρ. σφίγγω με μετάθ. ή απλοποίηση του αρκτ. συμφωνικού συμπλ.
1. Κρατώ κάποιον ή κάτι με δύναμη ό.π.τ. : || Φρ. Να φσίνξει το θάλι, 'α βγκάλει νερό (Αν σφίξει την πέτρα, θα βγαλει νερό˙ Για τους χειροδύναμους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Αμτβ., σφίγγω, παύω να είμαι χαλαρός, αποκτώ συνεκτικότητα Μισθ. : Να ντου ζέεις ντου χώμα να ψηχούν, να σφίξουν τα μπατζάχ̇ια τ’ (Να το ζεσταίνεις το χώμα, για να ζεσταθούν, να σφίξουν τα πόδια της· δύο μέρες μετά τον τοκετό κοίμιζαν τη λεχώνα σε ζεστό χώμα) Μισθ. -Κωστ.Μ.