σφουγγάτο
(ουσ. ουδ.)
σφουνgάτο
[sfuŋˈgato]
Σινασσ., Φερτάκ.
φσονgάτο
[fsoŋˈgato]
Φάρασ., Φκόσ.
σουνgάτο
[suŋˈgato]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ.
σουνgάτου
[suŋˈgatu]
Μισθ.
σονgάτου
[suŋˈgatu]
Σίλ.
Αρσ.
φσονgάτος
[fsoˈŋgatos]
Φάρασ.
φσονgάτοζ
[fsoŋˈgatoz]
Φάρασ.
σουνgάτος
[suˈŋgatos]
Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
σουνgάτους
[suŋˈgatus]
Μαλακ., Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. σφουγγάτον (πιθ. λόγω εξωτερικής ομοιότητας με σφουγγάρι), το οπ. από το ουσ. σφόγγος και το παραγωγ. επιθμ. -άτος.
1. Ομελέτα, σφουγγάτο
ό.π.τ.
:
Ποίκα τα α φσονgάτος
(Του έφτιαξα ένα σφουγγάτο)
Φάρασ.
-Dawk.
Έφαεν το φσονgάτο
(Έφαγε το σφουγγάτο)
Φάρασ.
-Dawk.
'α θέκωμ' ντα βροσ̑άλε τσ̑αι 'α ψήσωμε το φσογγάτος
(Θα βγάλουμε τα βραχιόλια και θα ψήσουμε το σφουγγάτο)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Δώκεν ντόνε έφαγεν ένα πινέκ' λόρος με ωβά σουγγάτος και ένα κ'λούρ' ψωμί
(Του έδωσε και έφαγα ένα πιάτο μυτζήθρα με αβγά σφουγγάτο και μιά κουλούρα ψωμί)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Το φσογγάτο ήταν του βραδυνός το ψωμί
(Το σφουγγάτο ήταν το βραδυνό φαγητό)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
|| Παροιμ.
Η μα σου σαμού σε 'έννdσε φσονgάτοζ έφαε
(Η μάνα σου, όταν σε γέννησε, έφαγε σφουγγάτο˙ Είσαι καλό, αφράτος σαν το σφουγγάτο που έφαγε η μάνα σου (που της το έφεραν ως δώρο, στα Φάρασα ως λεχόνα))
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πολλά χέρια στην δουλειά κι ολίγα στο σουνgάτο
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Με κόστισεν του Αγ̑-Γιωργιού ο σουνgάτος
(Μου κόστισε όπως του Άι-Γιώργη το σφουγγάτο˙ Για αυτούς που δαπανούν μεγάλα ποσά για ευτελή πράγματα, όπως κάποτε κάποιοι χρειάστηκε να ξοδέψουν πολλά χρήματα επειδή είχαν αμελήσει να εκπληρώσουν ένα σχετιζόμενο με προσφορά σφουγγάτου τάμα στον Άγιο Γεώργιο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Συνεκδοχ., η βάφτιση, λόγω της προσφοράς γεύματος
Ποτάμ.