σωρός
(ουσ. ουδ.)
σωρόζ
[soˈrozʝa]
Αξ.
Πληθ.
σωρόζια
[soˈrozʝa]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. σωρός.
Κωνοειδής σωρός σιτηρών
Πβ.
βοκόνι, γιγίνι, χινέρ, χιομπέκι :1, χορταριά
Τροποποιήθηκε: 22/02/2025