σωτηρεύω
(ρ.)
σωτηρεύω
[sotiˈrevo]
Σινασσ.
Από το μεσν. ρ. σωτηρεύω = σώζω, γλιτώνω, το οπ. από το ουσ. σωτηρία και το παραγωγ. επίθμ. -εύω (Λεξ. Κριαρά).
Περισυλλέγω, εξοικονομώ
Συνών.
μπιρικτιρντίζω :2, Αντίθ
βορίζω :4, χαρτζεύω
Τροποποιήθηκε: 08/07/2025