σωρεύω
(ρ.)
σωρεύω
[sοˈrevo]
Ανακ., Σινασσ., Φάρασ.
σωρεύου
[sοˈrevu]
Αφσάρ., Κίσκ., Σίλ., Τσουχούρ., Φκόσ.
σωρεύγου
[sοˈrevɣu]
Σίλ.
σωρόβω
[sοˈrovo]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
σωρόβου
[sοˈrovu]
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
σωρόβγου
[sοˈrovɣu]
Σίλ.
σερεύω
[seˈrevo]
Αξ., Τροχ.
Παρατατ.
σώροβα
[ˈsorova]
Ανακ., Δίλ., Ποτάμ.
σώρουβα
[ˈsoruva]
Μισθ.
σωρόβεινα
[soˈrovina]
Ουλαγ.
σωρόβ'να
[soˈrovna]
Φλογ.
σωρεύκα
[soˈrefka]
Φάρασ.
σωρόβινισ̑κα
[soˈroviniʃka]
Ουλαγ.
σέρευα
[ˈsereva]
Αξ.
Αόρ.
σώρεψα
[ˈsorepsa]
Φάρασ., Φκόσ.
σώριψα
[ˈsoripsa]
Αφσάρ., Σίλ.
σώροψα
[ˈsoropsa]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
σώρουψα
[ˈsorupsa]
Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ.
σέρεψα
[ˈserepsa]
Αξ.
Υποτ.
σωρέψω
[soˈrepso]
Φάρασ.
σωρόψω
[soˈropso]
Ανακ., Αραβαν., Φλογ.
σωρόψου
[soˈropsu]
Μισθ.
σερέψω
[seˈrepso]
Αξ.
Πληθ. Υποτ.
σωρέψουμι
[soˈrepsumi]
Τσουχούρ.
Προστ. Εν.
σώρεπ'
[ˈsorep]
Φάρασ.
σώροψε
[ˈsoropse]
Αραβαν.
σώρουψι
[ˈsorupsi]
Μισθ., Τσαρικ.
σέρεψε
[ˈserepse]
Αξ., Τροχ.
Πληθ.
σωρουψέτ'
[soruˈpset]
Φάρασ.
Παθ.
σωρευιέμαι
[soreˈvʝeme]
Τελμ.
σωροβιέμι
[soroˈvʝemi]
Μισθ.
σωρουβιέμι
[soruˈvʝemi]
Τσαρικ.
σερεύουμαι
[seˈrevume]
Αξ.
Παρατατ.
σωροβιούμι
[soroˈvʝumi]
Μισθ.
Αόρ.
σωρεύτα
[soˈrefta]
Σινασσ., Φάρασ.
σωρόφτα
[soˈrofta]
Αραβαν., Μισθ.
σερεύτα
[seˈrefta]
Αξ.
Υποτ.
σωροφτώ
[soroˈfto]
Αραβαν.
σερευτώ
[sereˈfto]
Αξ.
Προστ. Εν.
σωρεύτου
[soˈreftu]
Φάρασ.
σερεύτ'
[seˈreft]
Αξ.
σωρόφτ'
[soˈroft]
Τσαρικ.
Πληθ.
σωροφτάτ'
[soroˈftat]
Μισθ., Τσαρικ.
Μτχ.
σωροβμένο
[sorovˈmeno]
Αραβαν., Ουλαγ.
σωρουμένου
[soruˈmenu]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. σωρεύω = στοιβάζω.
1. Μαζεύω, συγκεντρώνω κάτι
ό.π.τ.
:
Σωρεύω μήλα
(Μαζεύω μήλα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σα κουρουφιές σωρόφ' πιλίντσ̑'. Βα τ' σωρόβνε τουρσιά
(Μαζεύει ρύζι στις βουνοκορφές. Ο πατέρας της μάζευε βότανα για τουρσί.)
Φλογ.
-Dawk.
Σωρόβου ντα πράμαδα
(Μαζεύω τα ζώα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ρω τα τέκνα ως τα σωρόβγουσ̑ι, σωρούσ̑ι έναν άρτουπου
(Καθώς τα παιδιά τα μαζεύουν (τα κλαδάκια), βλέπουν έναν άνθρωπο)
Σίλ.
-Dawk.
«Τι σερεύεις;" είπαν. "Ήρτα να σερέψω λίγα χορτάρια»
(«Τι μαζεύεις;" είπαν. "Ήρθα να μαζέψω λίγα χορτάρια»)
Αξ.
-Dawk.
Σώριψά τα, ἐσ'κα τα ούλα μι τσ̑η σειρά
(Τα μάζεψα (τα πλυμένα ρούχα), τα δίπλωσα ξεχωριστά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σώροψε πολλά ασκέρια, πάτ'σε κι ήρτε να κάψ̑' το Κάστρο
(Μάζεψε πολύ στρατό, προέλασε και ήρθε να κάψει το Κάστρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σώρουψαμ' γαλγάνια να φαν ντα γαϊdούρια
(Μαζέψαμε γαϊδουράγκαθα να φάνε τα γαϊδούρια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σέρεψαν κρομμυού τα φύλλα
(Μάζεψαν του κρεμμυδιού τα φύλλα)
Αξ.
-Dawk.
Πααίνκε να σωρέψει χορταρόκ-κα
(Πήγαινε να μαζέψει χορταράκια)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ήρτι να σωρόψ' τα γιντσίματα
((Ο ενοικιαστής του φόρου) ήρθε να μαζέψει τους φόρους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το μάλαγμα γένεν. Ας το σερέψουμ' χινέρ'
(Το στάρι έγινε. Ας το μαζέψουμε σε κώνο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έρεται βρεχός. Το μάλαγμα να σερευτεί
(Έρχεται βροχή. Το στάρι πρέπει να μαζευτεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Βγήκαμ' να σωρόψουμ' παράγια. Ιμείς για δα παράϊα σάνιξαμ' […] Σώρουβαμ', σώρουβαμ' φράγκου φράγκου
(Βγήκαμε (να κάνουμε το αποκριάτικο έθιμο της καμήλας) για να μαζέψουμε λεφτά. Για τα λεφτά (το) κάναμε […] Μαζεύαμε, μαζεύαμε φράγκο φράγκο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κανένα χρόνους ντε μπόρισκι να σωρόψ' μήλα και κλέφτισκανε
(Καμιά χρονιά δεν μπόρεσε να μαζέψει μήλα (από τον κήπο του), επειδή τα έκλεβαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Σο Χορτόη τα 15 χαρκές πααίνκε, σωρεύκε τα λιdζ̑εχέρε του
(Στις 15 Ιουνίου ο καθένας πήγαινε, μάζευε τους ράμνους του)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ασ' σα χωράφια σώροβαμ' τσ̑ιτσ̑έκια
(Από τα χωράφια μαζεύαμε λουλούδια)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Ήρθεν γαρτάλος, σέρεψε τα ορνία!
(Ήρθε ο αετός, μάζεψε τις κότες!)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Σώροψε το στόμα σ'
(Μάζεψε το στόμα σου˙ Πρόσεχε τα λόγια σου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ταυτά εbρός ας σταθούνε και τα πίσω ας σωρευιέdαι
ας πιάσουν τον Πορφύρη, μεσάγκωνα ας τον ζώσουν (Αυτοί εδώ ας σταθούν και αυτοί που είναι πίσω ας μαζευτούν
ας πιάσουν τον Πορφύρη, ας τον δέσουν από την μέση των αγκώνων) Τελμ. -Lag. Συνών. επισωρεύω, μάζω, μπιρικτιρντίζω, τοπλαντίζω
ας πιάσουν τον Πορφύρη, μεσάγκωνα ας τον ζώσουν (Αυτοί εδώ ας σταθούν και αυτοί που είναι πίσω ας μαζευτούν
ας πιάσουν τον Πορφύρη, ας τον δέσουν από την μέση των αγκώνων) Τελμ. -Lag. Συνών. επισωρεύω, μάζω, μπιρικτιρντίζω, τοπλαντίζω
β.
Συγυρίζω, τακτοποιώ
Αξ., Ουλαγ., Σίλ.
:
Σωρόβγου του ρούχου
(Τακτοποιώ το κρεβάτι
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σέρεψε, ρόγεψε
(συγύρισε, συμμάζεψε
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σωροβμένο ένα σπίτ' 'τον
(Ήταν ένα περιποιημένο σπίτι
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Φρ.
Σερεύτ' ρογεύτ'
(Μαζέψου, τακτοποιήσου
˙
Κάτσε φρόνιμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
γ.
Διπλώνω, συμπτύσσω
Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Σώρουψι λίου σ̑αλβαριού ντα μπαdζάχια
(Μάζεψε λίγο τα μπατζάκια του παντελονιού
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είπεν ντι κι «Σωρεύτου, τραπεζόκ-κο". Σωρεύτη το τραπεζόκ-κο
(Είπε "Μαζέψου, τραπεζάκι». Μαζεύτηκε το τραπεζάκι
)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντου φιστάνι σ' τσείδι σωρουμένου
(Το φουστάνι σου είναι μαζεμένο
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Μεσοπαθ., "μαζεύομαι", συγκεντρώνομαι σε κάποιον τόπο
ό.π.τ.
:
Σωρεύταν ντου σπιτού οι νομάτοι
(Μαζεύτηκαν οι άνθρωποι του σπιτιού)
Φάρασ.
-Dawk.
Άιdε, σωροφτάτ'
(Άντε, μαζευτείτε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σώριψινι του κόσμου τ' αρκούδα κονdά του
(Μάζεψε του κόσμου τις αρκούδες κοντά του)
Αφσάρ.
-Dawk.
Να σωροφτούν σο Κάστρο να χτσ̑ίσουν ένα μέγα λουτρό
(Να μαζευτούν στο Κάστρο να χτίσουν ένα μεγάλο λουτρό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σο σεράι απέσω σωρόφταν ούλ-λα πατισ̑αχγιού τα μεγάλα
(Στο παλάτι μέσα μαζεύτηκαν όλοι οι μεγάλοι αξιωματούχοι του βασιλιά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σωροβούταν ούλλα πεθερού το σπίτ'
(Μαζεύονταν όλοι στο σπίτι του πεθερού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σωροβιένdι, κρουν νισ̑ές
(Μαζεύονται, ανάβουν φωτιές)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σωροβιότουν χόρουντα, χ̇έκισ̑καμ' ντου χοντσ̑ά, κάν'ταν ούλα 'ντάμα
(Μαζευόταν η οικογένεια, έβαζαν το τραπέζι, κάθονταν όλοι μαζί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Α ημέρα ο Χατζηεφεντής σώριψινι τσιπ τις χωρώτοι να υπάνι σον Αί Χρυσέστημα να βκάουν τον Αγιασμό
(Μια μέρα ο Χατζηεφεντής μάζεψε όλους τους χωριάτες να πάνε στον Αγ. Χρυσόστομο να βγάλουν τον αγιασμό)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Σωρόφτ' απού γά!
(Μαζέψου από δώ!˙ Φύγε, ξεκουμπίσου!)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
3. Μεσοπαθ., μαζεύομαι, ζαρώνω, μικραίνω σε όγκο
Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
:
Σωρόφτη ντου πετσί τ'
(Ζάρωσε το δέρμα του)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Απ' του όρτουμα σωρόφτ' η καργιά τ', ναίκα τ' ρόφ'σιν ντo
(Aπό το πολύ σεξ μαζεύτηκε η κοιλιά του, τη ρούφηξε η γυναίκα του)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Εἰδεν ένα χαλασμένο χἀν', ήβρεν ένα τυρπί που ήτο τειχογυρισμένο, μούλλωσεν εκεί μεσα, σωρεύτην στην γωνιά
(Είδε ένα χαλασμένο χάνι, βρήκε μιά τρύπα που τριγυριζόταν από τοίχο, χώθηκε εκεί μέσα, ζάρωσε στην γωνία)
Σινασσ.
-Αρχέλ.