γεμώνω
(ρ.)
γεμών-νου
[ʝeˈmonnu]
Σίλ.
'εμώνω
[eˈmono]
Τελμ., Φάρασ.
γιμώνω
[ʝiˈmono]
Ουλαγ., Τροχ.
γιομώνω
[ʝoˈmono]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
γιομώνου
[ʝoˈmonu]
Μισθ., Σίλ.
γιουμώνου
[ʝuˈmonu]
Σίλ.
γομώνω
[ɣoˈmono]
Αραβαν.
Παρατατ.
γιόμωνα
[ˈʝomona]
Αξ., Τροχ.
γιόμουνα
[ˈʝomuna]
Μισθ.
γεμώνισκα
[ʝeˈmoniska]
Αραβ.
Αόρ.
εγέμωσα
[eˈʝemosa]
Τελμ.
'έμωσα
[ˈemosa]
Φάρασ.
γέμουσα
[ˈʝemusa]
Τσουχούρ.
γιόμισα
[ˈʝomisa]
Σινασσ., Τσαρικ.
γιόμωσα
[ˈʝomosa]
Σίλατ., Φερτάκ.
γιούμουσα
[ˈʝumusa]
Σίλ.
Παθ.
'εμούμαι
[eˈmume]
Φάρασ.
γομούμαι
[ɣoˈmume]
Αραβαν.
γιομούμαι
[ʝoˈmume]
Αξ., Φλογ.
Παθ.
γιουμώνουμου
[ʝuˈmonumu]
Σίλ.
Αόρ.
'εμώθα
[eˈmoθa]
Φάρασ.
γιομώθα
[ʝoˈmoθa]
Μαλακ., Ποτάμ.
γιομώχα
[ʝoˈmoxa]
Αξ., Μισθ.
γομώρα
[ɣoˈmora]
Αραβαν.
γιομώσ'κα
[ʝοˈmoska]
Σίλ.
γιουμώσ'κα
[ʝuˈmoska]
Σίλ.
Προστ. Εν.
γίμω
[ˈʝimo]
Ουλαγ.
γιόμω
[ˈʝomo]
Ποτάμ.
γιόμου
[ˈʝomu]
Μισθ.
Μτχ.
γεμωσμένους
[ʝemoˈzmenus]
Τσουχούρ., Φάρασ.
γιομωμένο
[ʝomoˈmeno]
Γούρδ., Σινασσ., Τσαρικ.
γιομουμένου
[ʝomuˈmenu]
Μαλακ., Μισθ.
γιμωμένο
[ʝimoˈmeno]
Ουλαγ.
γιομούμενο
[ʝoˈmumeno]
Σίλατ.
Μεσν. ρ. γεμώνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. γεμόω-ῶ. Ο τύπ. γιομώνω ήδη νεότ. Ο τύπ. γομώνω ήδη μεσν. σε κείμ. από το Ικόνιο, πβ. «κι ἀπ' ἐκεῖνο τό 'θελε γομώθηκεν», Δέδες (1993: 15).
1. Ενεργ. μτβ., γεμίζω κάτι
ό.π.τ.
:
Γιομώνω το λαγήν' λερό απ' το πεγάτ'
(Γεμίζω την στάμνα νερό από την κρήνη)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
Γαλέπ' χέκιξάν του κάdου, γιόμουνάν του τσ̑αμούρ'
(To καλούπι το έβαζαν κάτω, το γέμιζαν λάσπη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ας γιομώσω ένα σανdι̂́χ' λίρες
(Ας γεμίσω ένα σεντούκι λίρες)
Αξ.
-Dawk.
Πήγε 'ς α πεγάιδι, 'εμώνει νερό
(Πήγε σε μιά βρύση, γεμίζει νερό)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήρτεν ένα τσ̑υφλό χι̂σμεκέρ', να 'εμώσ̑' λαήνια
(Ήρθε ένας τυφλός υπηρέτης, να γεμίσει στάμνες)
Τελμ.
-Dawk.
Νουνά γιόμωνε τα χούφτε τ' γέλ'μα
(Η νονά γέμιζε τις χούφτες της με στάρι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
'έμωσεν α τσ̑ουλμέ γα
(Γέμισε ένα τσουκάλι γάλα)
Φάρασ.
-Dawk.
Γιούμουσά μας τιρέν'
(Μας φόρτωσαν στο τρένο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το σπίτ' ούλο γίμωσέν ντο αλτούνια
(Το σπίτι όλο το γέμισε με κομμάτια χρυσού)
Ουλαγ.
-Dawk.
Εγέμωσέν ντο ασ' σο ντενgίσ̑' νερό
(Το γέμισε με θαλασσινό νερό)
Τελμ.
-Dawk.
Γιόμωσέν ντα σο μποχτσ̑ά και πέρασέν ντα σο βασ̑ιλέγα
(Γέμισε τον μπόγο με αυτά και τα πήγε στον βασιλιά)
Σίλατ.
-Dawk.
Γιόμισαμ' τα αμάξια πράματα, ξέβαμ' έξω
(Γεμίσαμε τα αμάξια πράγματα, βγήκαμε έξω)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Γιόμου ντου δου μικρό ντου λαήν'
(Γέμισέ το το μικρό το λαγήνι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κοφτίσκαμ’ ντου, γιομούναμι ένα σκάφη
(Το κόβαμε (ενν. το ζυμάρι), γεμίζαμε μιά σκάφη)
Μισθ.
-VLACH
Το κόμμα γιομώθην χαρτάρα
(Το χωράφι γέμισε χορτάρια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ντου τσ̑αλούι μας γιομώχην τσιτσ̑άτσ̑α
(Το δέντρο μας γέμισε λουλούδια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
To odά γομώρη κάπνη
(Το δωμάτιο γέμισε καπνό)
Αραβαν.
-Κεσ.
Toυ σπίτσ̑ι γιουμώσ'κι χώματα
(Το σπίτι γέμισε χώματα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Όταν ερόδαν μι δα καράβια, γιομώχαν ψείρις
(Όταν έρχονταν με τα καράβια, γέμισαν ψείρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
’έμωσες την τζ̑οιλία μου αίιμα
(Γέμισες την κοιλιά μου αίμα˙ Με θύμωσες υπερβολικά πολύ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Γιουμώσ'κι φεγγάρι
(Γέμισε το φεγγάρι˙ είναι πανσέληνος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γιομώχεν τ' απέσω μ'
(Γέμισε το μέσα μου˙ Βούρκωσα)
Αξ.
-Μαυροχ.
Γιουμώχαν ντα μάτια μ'
(Γέμισαν τα μάτια μου˙ βούρκωσα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Ασμ.
Γιόμω το μαστραπά νερό και βάλ' το στην αγέρα
Κι α δεν το πιείς την Κεριακή και πιε το τη Δευτέρα (Γέμισε τον μαστραπά νερό και έκθεσέ το στον αέρα
Κι αν δεν το πιεις την Κυριακή, πιές το τη Δευτέρα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Τραγ. Τα γιόμισε στον κόρφο του, κλαίει και παραμένει (Γέμισε μ' αυτά (τα χρήματα από την πώληση της γυναίκας του) τον κόρφο, κλαίει διαρκώς) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γομιάζω, πληρώνω
Κι α δεν το πιείς την Κεριακή και πιε το τη Δευτέρα (Γέμισε τον μαστραπά νερό και έκθεσέ το στον αέρα
Κι αν δεν το πιεις την Κυριακή, πιές το τη Δευτέρα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Τραγ. Τα γιόμισε στον κόρφο του, κλαίει και παραμένει (Γέμισε μ' αυτά (τα χρήματα από την πώληση της γυναίκας του) τον κόρφο, κλαίει διαρκώς) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γομιάζω, πληρώνω
β.
Η παθ. μτχ., γεμάτος
ό.π.τ.
:
Ένα μεϊβά γομωμένο κεράσ̑α
(Ένα οπωροφόρο δέντρο γεμάτο κεράσια
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κερεκή το εσπερινό 'κλουσά ασ' τα σερνικοί και τα ναίκες γιομωμένο ητουν
(Την Κυριακή στον εσπερινό η εκκλησία ήταν γεμάτη από άντρες και γυναίκες
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Η γωνία τουν ήτουνι γεμωσμένου γεμέκα να φάνι το σ̑ειμό
(Οι αποθήκες τους ήταν γεμάτες τρόφιμα για να φάνε τον χειμώνα
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ντ' άσκουμα τσείδι γιομουμένου μι λερό
(Ο κουβάς είναι γεμάτος με νερό
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Tράνσεν γκι ένα μέγα σαράι· πήγεν σ’ εκείνο, και ηύρεν ντο γιομούμενο με φλωριά
(Είδε κι ένα μεγάλο παλάτι· πήγε σ' εκείνο, και το βρήκε γεμάτο φλουριά
)
Σίλατ.
-Dawk.
3. Εξοργίζω, «φορτώνω» κάποιον
Αξ.
:
Ασ' τα λακι̂ρντι̂́για γιόμωσέν ντο
(Από τα λόγια τον εξόργισε)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
κιζτιρτίζω, χολιάζω, χολιατουρντίζω
4. Παθ., "μαζεύομαι", συγκεντρώνομαι κάπου γεμίζοντας τον χώρο
Φάρασ.
:
Είδεν ντι κι 'εμώθαν οι μαλλιέροι
(Γέμισαν τον χώρο τα μαλλιαρά τέρατα)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
μπιρικτίζω :1, ντερνεντώ, σωρεύω, τοπλαντίζω