γέμα
(ουσ. ουδ.)
γέμα
[ˈʝema]
Αξ., Ποτάμ., Σίλατ.
γέμας
[ˈʝemas]
Αξ.
γιόμα
[ˈʝoma]
Ανακ., Ποτάμ., Τελμ.
γιόμας
[ˈʝomas]
Τελμ.
Από το αρχ. ουσ. γεῦμα = γεύση, το να γεύεσαι κάτι, τροφή > μεσν. γέμα = μεσημεριανό φαγητό. Ο τύπ. γιόμα ήδη μεσν. Οι τύπ. με ληκτικό -ς αναλογ. προς άλλα χρον. επίρρ.
1. Το μεσημεριανό γεύμα
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ.
:
|| Ασμ.
«Αργά ας φέρει το γιόμα μου και το μεσημεριό μου.»
Κι εκείνη παραγροίκισε απ’ του πουλιού τη γλώσσα
«Κι αψά ας φέρει το γιόμα μου και το μεσημεριό μου» («Γρήγορα ας φέρει το γεύμα μου και το μεσημεριανό μου»
Κι εκείνη παράκουσε απ’ του πουλιού την γλώσσα
«Και γρήγορα ας φέρει το γεύμα μου και το μεσημεριανό μου») Ποτάμ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. μεσημερινός :2
Κι εκείνη παραγροίκισε απ’ του πουλιού τη γλώσσα
«Κι αψά ας φέρει το γιόμα μου και το μεσημεριό μου» («Γρήγορα ας φέρει το γεύμα μου και το μεσημεριανό μου»
Κι εκείνη παράκουσε απ’ του πουλιού την γλώσσα
«Και γρήγορα ας φέρει το γεύμα μου και το μεσημεριανό μου») Ποτάμ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. μεσημερινός :2
2. Ως χρον. προσδιορ., μεσημέρι
Αξ., Τελμ.
:
Γένεν γέμας
(Έγινε μεσημέρι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γιένεν γιόμας
(Έγινε μεσημέρι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σο γιόμα ο τσ̑οπάνος κάτσεν να φάει
(Το μεσημέρι ο τσοπάνος έκατσε να φάει)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Τ' Κερεκής τ' όρουμα για 'ς το γέμα για 'ς το ψέμα
(Της Κυριακής το όνειρο ή ως στο μεσημέρι (θα βγει αληθινό) ή θα αποδειχθεί ψεύτικο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
μεσημέρι