ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεσημέρι (ουσ. ουδ.) μεσ̑ημέρι [meʃiˈmeri] Ανακ., Τελμ. μεσημέρ' [mesiʹmer] Σινασσ. μεσ̑ημέρ' [meʃiˈmer] Σίλ. μισημέρι [misiˈmeri] Αφσάρ., Σατ., Φάρασ. μισημέρ' [misiˈmer] Αφσάρ., Μισθ., Τσουχούρ. μισ̑ημέρ' [miʃiˈmer] Μαλακ. μεσ'μέρ' [mesˈmer] Γούρδ., Φερτάκ. μεσ̑'μέρ' [meʃˈmer] Αξ., Αραβαν., Σίλ., Φλογ. μισ̑’μέρ’ [miʃʹmer] Μισθ. μ'σ̑ημέρ' [mʃiˈmer] Σίλ. μεσημέρις [mesiˈmeris] Ποτάμ. μεσ̑ημέρις [meʃiˈmeris] Ανακ., Δίλ. μεσ'μέρις [mesˈmeris] Ουλαγ. μεσ̑'μέρις [meʃˈmeris] Ανακ., Φλογ. μισ̑’μέρις [mιʃˈmeris] Μισθ. Από το μεταγν. ουσιαστ. ουδ. μεσημέριον, ουσιαστικοπ. του μεταγν. επίθ. μεσημέριος. Οι τύπ. με ληκτικό αναογ. προς άλλα χρον. επιρρ. Οι τύπ. από μι- πιθ. και από παρετυμολ. επίδρ. του επιθ. ήμισυς.
Μεσημέρι ό.π.τ. : Μισημέρι 'στέρου (Μετά το μεσημέρι) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Μισημέρι γιαχίνι (Κατά το μεσημέρι) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Μεσ̑'μέρι κι αdά (Μετά το μεσημέρι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τ̔αμάμ μισ̑’μέρις (Ακριβώς μεσημέρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γιακλάτ’σεν dου μισ̑’μέρ’ (Πλησίασε το μεσημέρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γένη μισ̑’μέρις (Ήρθε το μεσημέρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μεσ̑'μεριού το λάβρα ήρτες (Μέσα στου μεσημεριού την ζέστη ήρθες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μεσ'μεριού ντο ζέστη πούι να πας; (Στου μεσημεριού την ζέστη πού να πας;) Ουλαγ. -Κεσ. Ως το μεσ̑'μέρ' τσ̑απαλάdιζα (Μέχρι το μεσημέρι κοπίαζα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ως σο μεσ̑'μέρ' κουλτώνομε το (Ως το μεσημέρι το τελειώνουμε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Σήμερα του Παναγιάς έφαγαμ' ένα μούκα το μεσημέρ' (Σήμερα της Παναγίας φάγαμε μιά μπουκιά το μεσημέρι) Σινασσ. -Τακαδόπ. Έντουν μισημέρ' τσ̑αι 'κόμη τό ποτάμι έν' κρύου (Έφτασε το μεσημέρι και ακόμα το ποτάμι είναι κρύο) Φάρασ. -Αναστασ. Το μεσ̑'μέρ' αφήκεν το νησ̑τικό (Το μεσημέρι τον άφησε νηστικό) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Τι γκατσίμ' να ποίκεις ισύ, ους dου μισ̑’μέρ’ τσ̑οιμάσαι; (Τι προκοπή να κάνεις εσύ (που) ως το μεσημέρι κοιμάσαι;) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ε, ντου μισημέρ' να πάου να κλείσου βάνα (Ε, το μεσημέρι θα πάω να κλείσω την βάνα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το μισημέρ' νά θέτσει το σουφρά, τα μιντέρα, το φαΐ, να κάτσουνι τσ̑ίπ τουν να φάνι (Το μεσημέρι (η νύφη πρέπει) να στρώσει το τραπέζι, τα μαξιλάρια, να βάλει το φαΐ, να κάτσουν όλοι τους να φάνε) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Ο μάστρος σως το μισημέρι ένι νηστικό· ’σ’ το μισημέρι ΄στέρου χορτανέσκει (Ο μάστορας ως το μεσημέρι είναι νηστικός από το μεσημέρι κι ύστερα χορταίνε˙ όποιος ξέρει μιά τέχνη μένει άνεργος μόνο για λίγο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το μισημέρι ‘γώ τζ̑ο πορώ νdα βρω, τσ̑αι συ ‘ρεύ’ ν'dα βρεις σκοτεινά; (το μεσημέρι δεν μπορώ εγώ να το βρω και εσύ γυρεύεις να το βρεις στα σκοτεινά;˙ για κάποιον που επιχειρεί κάτι υπερβολικά φιλόδοξο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γέμα