μεσαυρινός
(επίθ.)
μεσαυρινός
[mesavriˈnos]
Σίλ.
Από το επίρρ. μεσαύρι και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
Μεθαυριανός
Συνών.
ταλλταχυνός