μεσές
(ουσ. ουδ.)
μεσ̑ές
[meˈʃes]
Ανακ., Τσουχούρ., Φλογ.
μεσ̑έ
[meˈʃe]
Μαλακ.
μεσ̑έγ’
[meˈʃeʝ]
Αξ.
μισ̑έγ’
[miˈʃeʝ]
Αξ.
Πληθ.
μεσάια
[meʹsaja]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. meşe = α) βελανιδιά β) ξύλο βελανιδιάς γ) ως επίθ., δρύινος.
1. Είδος βελανιδιάς το ξύλο της οποία το χρησιμοποιούσαν για καυσόξυλα και κάρβουνο
ό.π.τ.
:
Μεσ̑έ κ͑ουλί
(Στάχτη βελανιδιάς, φάρμακο κατά της ψείρας των προβάτων. Πβ. meşe külü.)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τα Τσαλούϊα είναι μεσάϊα, δάση, στο Γκολούνταγ· μεσάια οντουνούια, για ξύλα
(Τα Τσαλούδια είναι δάση βελανιδιάς, στο Γκολούνταγ· βελανιδιές, για ξύλα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
2. Bουκέντρα
Ανακ.