ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεσές (ουσ. ουδ.) μεσ̑ές [meˈʃes] Ανακ., Τσουχούρ., Φλογ. μεσ̑έ [meˈʃe] Μαλακ. μεσ̑έγ’ [meˈʃeʝ] Αξ. μισ̑έγ’ [miˈʃeʝ] Αξ. Πληθ. μεσάια [meʹsaja] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. meşe = α) βελανιδιά β) ξύλο βελανιδιάς γ) ως επίθ., δρύινος.
1. Είδος βελανιδιάς το ξύλο της οποία το χρησιμοποιούσαν για καυσόξυλα και κάρβουνο ό.π.τ. : Μεσ̑έ κ͑ουλί (Στάχτη βελανιδιάς, φάρμακο κατά της ψείρας των προβάτων. Πβ. meşe külü.) Ανακ. -Κωστ.Α. Τα Τσαλούϊα είναι μεσάϊα, δάση, στο Γκολούνταγ· μεσάια οντουνούια, για ξύλα (Τα Τσαλούδια είναι δάση βελανιδιάς, στο Γκολούνταγ· βελανιδιές, για ξύλα) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
2. Bουκέντρα Ανακ.