μεσελέ
(επίρρ.)
μεσελέ
[meseˈle]
Φάρασ.
μα̈σα̈λα̈́
[mæsæˈlæ]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίρρ. mesela = για παράδειγμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. mesele.
Παραδείγματος χάριν, για παράδειγμα
ό.π.τ.