μεσημεριάζω
(ρ.)
μισιμεριάζου
[misimeʹrʝazu]
Μισθ.
γ' Εν.
μεσ̑'μεριάζ̑'
[meʃmeʹrʝaƷ]
Αξ.
Από το νεότ. ρ. μεσημεριάζω.
Έρχεται το μεσημέρι