ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεσελές (ουσ.) μεσελές [meseˈles] Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. μεσελέ [meseˈle] Αξ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. μέσελε [ˈmesele] Μισθ. μα̈σα̈λα̈́ς [mæsæˈlæs] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. mes'ele, mesele (< αραβ. mas'ala) = α) ζήτημα, υπόθεση, θέμα β) πρόταση, υπόθεση εργασίας γ) αίτηση ελεημοσύνης. Πβ. νεότ. ουσ. μεσελάς (Mackridge 2021: 38). Η λ. και Πόντ.
1. Υπόθεση, ζήτημα, θέμα ό.π.τ. : Ατό το μεσελέ με το ψωμιάζεις (Αυτή την υπόθεση μην την λεπτολογείς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Äρ να νάρτ' είνι άβου μεσελές (Το αν θα έρθει είναι άλλο θέμα) Φάρασ. -Bağr. Απιδού στέρου κανείς τζ̑ο κατσεύ'κιν σο σπίτι 'πέσου ατέ το μεσελέ (Από τότε κανείς στο σπίτι δεν ξαναμίλησε γι' αυτή την υπόθεση) Φκόσ. -Παπαδ. Βασ̑ιλιός αψούσ̑κα ανgνάντσεν ντο το μεσελέ, φάκατ μποίκεν σάbουρ (Ο βασιλιάς αμέσως την κατάλαβε την υπόθεση, αλλά έκανε υπομονή) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το κορίτσ' το μεσελέ qροίτσεν το (Το κορίτσι κατάλαβε την υπόθεση) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Παιρί αγκλατά τ’ ούλου τ’ μεσελέ (Το παιδί του αφηγείται όλη την υπόθεση) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5
2. Αφήγηση, ιστορία ό.π.τ. : Μελμεκετού τα μεσελέδια (Ιστορίες της πατρίδας μας) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ήτουν πολύ παλό γραι τζ̑αι κατέγκεν πουά αντό μεσελέδε τζ̑αι παραμύθε (Ήταν πολύ ηλικιωμένη γριά και ήξερε πολλές τέτοιες ιστορίες και παραμύθια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Απιδού στέρου τζαι τζείνα οι χωρώτου του τζο κατέχκαν του ’ρκουδιού το μεσελἐ, έμαθάν dα (Από τότε ακόμη και εκείνοι οι χωριανοί που δεν ήξεραν την ιστορία της αρκούδας, την έμαθαν) Κίσκ. -Παπαδ. Χαρέ ’νανόστα α μεσελές· λέγκιν τα η επέ μου η Νερκίζα (Τώρα θυμήθηκα μιά ιστορία· την έλεγε η γιαγιά μου η Νερκίζα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
3. Αντιδικία Φάρασ.