μεσημερινός
(επίθ.)
μεσημερ'νό
[mesimerʹno]
Σινασσ.
μεσ'μερ'νό
[mesmerˈno]
Γούρδ., Σίλατ.
μεσ̑΄μερ'νό
[meʃmerˈno]
Αραβαν.
Γεν.
μισιμερ'νού
[misimerʹnu]
Μισθ.
Μεσν. επίθ. μεσημερινός, το οπ. από το ουσ. μεσημέρι και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
1. Μεσημεριανός
ό.π.τ.
:
Μεσ̑'μερ'νό το ύπνος
(Ο μεσημεριανός ύπνος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Αργά ας λουστεί καλάνα μου, αργ' ας πλυθεί καλή μου,
αργ' ας φέρ' το γεύμα μου, γεύμα το μεσ'μερ'νό μου (Αργά ας λουστεί η γυναίκα μου, αργά ας πλυθεί η καλή μου,
αργά ας φέρει το γεύμα μου, το γεύμα το μεσημεριανό μου) Σίλατ. -Χωλόπ.Μ.
αργ' ας φέρ' το γεύμα μου, γεύμα το μεσ'μερ'νό μου (Αργά ας λουστεί η γυναίκα μου, αργά ας πλυθεί η καλή μου,
αργά ας φέρει το γεύμα μου, το γεύμα το μεσημεριανό μου) Σίλατ. -Χωλόπ.Μ.
2. To oυδ. ως ουσ., το μεσημεριανό γεύμα
Σινασσ.