ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μετάνοια (ουσ. θηλ.) μετάνοια [meˈtaɲa] Ανακ., Ποτάμ., Σίλ., Φάρασ. μετανοιά [metaˈɲa] Μαλακ., Μισθ., Σίλατ. μετενοία [meteˈnia] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. μετάνοια = μεταμέλεια.
1. Γονυκλισία (για λόγους ευλάβειας ή σεβασμού) ό.π.τ. : Σε ποίσου τρεις μετάνοιες (Θα κάνω τρεις γονυκλισίες) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα δώδεκα Αποστόλ’ και τα σεράνdα Μάρτυροι, ούλα ση μετάνοια μ’ περικάλεινά τα ετά (Τους Δώδεκα Αποστόλους και τους Σαράντα Μάρτυρες, όλους του παρακαλούσα στις γονυκλισίες μου) Ανακ. -Κωστ.Α. Μέγα αμαρτία είναι, σην εκκλησία πάνε, μετάνοιες κανίσκαν (Είναι μεγάλη αμαρτία, πάνε στην εκκλησία, έκαναν μετάνοιες) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Φτσ̑άνου τσ̑η μετάνοια μου (Κάνω την γονυκλισία μου˙ προσεύχομαι, προσκυνώ ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πέφτω μετενοίες (Πέφτω μετάνοιες˙ Πέφτω στα γόνατα κάνοντας μετάνοιες) Φάρασ. -Ανδρ. || Ασμ. Καλημέρα σας άρχοντες, μετάνοια σας παπάδες ((Καλημέρα σας άρχοντες, σας προσκυνώ παπάδες)) Σίλατ. -Φαρασόπ.
2. Το σημείο του σταυρού Μαλακ., Μισθ., Σίλατ. : Μποίκι μετανοιά σ' (Κάνε τον σταυρό σου) Μισθ. -Κοτσαν. Μα τη μετανοιά μ'! (Μα το σταυρό που κάνω· όρκος) Σίλατ. -Χωλόπ.
3. Προσευχή Ανακ., Μισθ.
4. Μεταμέλεια Φάρασ.