ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μετελίκι (ουσ. ουδ.) μετ͑ελίκι [metʰeˈlici] Φάρασ. μετελίκ' [meteʹlik] Σινασσ. μεταλίκι [metaˈlici] Μισθ. Πληθ. μετελίκια [meteˈlica] Φάρασ., Φλογ. Από το τουρκ ουσ. metelik (< ελλ. μεταλλικός).
Τουρκικό νόμισμα, σε μορφή κέρματος, αξίας 10 παράδων ό.π.τ. : Δώκεν το σαράφ' δύο μετελίκια (Έδωσε στον αργυραμοιβό δύο κέρματα) Φλογ. -Dawk. Ήγρεψε κι είνται τα μετελίκια, τα γρούσ̑ε, τα μεdζ̑ιντιάδε, οι λίρες (Κοίταξε, και (μέσα) υπήρχαν τα μετελίκια, τα γρόσια, τα μετζίτια, οι λίρες) -Dawk.