ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μέτρο (ουσ. ουδ.) μέτρο [ʹmetro] Ποτάμ., Τελμ., Φλογ. μέτρος [ˈmetros] Ανακ., Μαλακ. Αρσ. μέτρος [ˈmetros] Φάρασ. Πληθ. μέτρα [ʹmetra] Τελμ., Φλογ. μέτροι [ˈmetri] Φάρασ. Aπό το αρχ. ουσ. μέτρον. Ο τύπ. μέτρος μεσν., (Λεξ. Κριαρ.), με μεταπλ. κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος. Ο τύπ. μέτρος αρσ. με μεταπλ. κατα τα αρσ. λόγω της ομοηχίας.
1. Μέτρημα Ανακ., Μαλακ., Φλογ. : || Φρ. Χωρίς μέτρος (Χωρίς μέτρημα˙ αμέτρητος) Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ. || Ασμ. Άλλ' έφαγαν διάκοι και άλλ' διαβάται, όπου περσεμάτε
σ̑ίλια με το μέτρο και μίλια χωρίς μέτρο
((Άλλο το έφαγαν διάκοι κι άλλο διαβάτες, από το περίσσευμά του
χίλια μετρημένα και μύρια αμέτρητα))
Φλογ. -ΙΛΝΕ 811
Τ’ άστρα έχουνε μέτρωση, τα φύλλα έχουν ψήφους
Ετούτα μέτρος δεν έχουν, και ψήφους δε ψηφιένdαι
(Tα άστρα έχουν μέτρημα, τα φύλλα έχουν ψηφία μετρήματος
Ετούτα μέτρημα δεν έχουν, και δεν υπολογίζονται με ψηφία )
Σίλ., Ανακ. -ΚΜΣ-Τραγ.
2. Μονάδα μέτρησης Μισθ., Φάρασ. : Άτσονdου ήτουν μακρά, άτσοντσ̑είνο μέτρος μετράνκε (Όσο μακριά ήταν τόσο μέτρο μετρούσε) Φάρασ. -Ανδρ. || Ασμ. Εσπείραμ’ ένα μέτρος σουκώσαμ’ χίλια μέτρα ((Σπείραμε ένα μέτρο, σηκώσαμε, θερίσαμε, χίλια μέτρα)) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Eιδικότ., το κοινό μέτρο μήκους Σίλ. : Κατέβασ’ σ̑όνι, μεσό μέτρο πιο λίγο’ τον (Κατέβασε χιόνι, ήταν το λιγότερο μισό μέτρο ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Πόντος, μονάδα που κερδίζει κάποιος σε παιχνίδι Φάρασ.