ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μετό (σύνδ.) μετό [meʹto] Τελμ. μιτό [miˈto] Τελμ. μοτό [moˈto] Φάρασ. μότ' [mot] Φλογ. Από την πρόθ. μετά, όπου και τύπ. με, και το άρθρο το με απλολ., πβ. την μεσν. δομή μετά το + απαρέμφ. για την δήλωση χρόνου (Παπαδόπουλος 1958-1961, λ. μέ-τό, πβ. και Καρολίδης 1885: 196).
Καθώς, ενώ ό.π.τ. : Μιτό παίνισ̑κεν, ήρτεν σ’ ένα σπίτσ̑’ ιρέσ̑α (Καθώς πήγαινε, ήρθε απέναντι σε ένα σπίτι) Τελμ. -Dawk. Μιτό παίνισ̑καν σ̑η στράτα, το άλογο και λέχ' (Καθώς πήγαιναν στο δρόμο, το άλογο λέει) Τελμ. -Dawk. Μιτό 'ρχεται ρίφτσ̑ει ένα και λέχ' (Καθώς γυρίζει, ρίχνει ένα (νόμισμα) και λέει) Τελμ. -Dawk. Mότ’ κάνται σαράφος, το χανίμ' πάλι ήρτεν (Καθώς ο αργυραμοιβός κάθεται, η κυρία ήρθε πάλι) Φλογ. -Dawk. Μότ' τϋσ̑ϋντούνε, ασ' μέσ̑η τ'νε τὄνα λέει (Ενώ συσκέπτονται, στη μέση τους ένας λέει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Αίμα μετό είστε να χάθετε και να μην ήρθετε σον κόσμο! (Mακάρι ενόσω ακόμα ήσαστε αίμα να είχατε χαθεί και να μην είχατε έρθει στον κόσμο!) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Αν κουμπώεις ένα παπάς κι ένα Δεσπότης μοτ’ καθίης το κουλούκα τα πουλιά βγαίν’νε qαλπακλούδια (Αν ξεγελάσεις έναν παπά κι ένα Δεσπότη ενώ βάζεις κλώσσα στα αβγά, τα κλωσσόπουλα βγαίνουν σκουφάτα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. όποτε, αφότε