ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μετεγυρίζω (ρ.) μετε'υρίζω [meteiˈrizo] Φάρασ. Αόρ. μετερίσω [meteˈriso] Αφσάρ. Από το μεσν. ρ. μεταγυρίζω, με αναλογ. επέκτ. της αύξησης ε- στον ενεστ.
1. Αναστρέφω, αναποδογυρίζω Φάρασ. : Μετεϋρίστην το κούσ̑ι σο πρωτινόν την κόρη τ'ς πάνου τζ̑αι το σανίδι 'πουκάτω τ'ς, τζ̑' 'ενότουν σ̑ώνα (Αναποδογύρισε η σκάφη πάνω στην πρώτη της κόρη και το σανίδι από κάτω, και έγινε χελώνα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Να σαλέψω σο βροσ̑όνι μου τ’ οφτά ρουσ̑ία, αν τα μετερίσω σέφαρα (Θα κουνήσω στο χέρι μου τα επτά βουνά, θα τα αναποδογυρίσω μονομιάς) Αφσάρ. -Dawk. Κράτει συ το κάdζ̑ι μη μετε'υριστεί πάνου μας (Κράτα εσύ το βράχο μην τουμπάρει πάνω μας) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ρύσκανε τσ̑αι μετε'υρίσκανε το χώμα πάνου (Έσκαβαν και αναποδογύριζαν το χώμα από πάνω, ενν. κατά το σκάψιμο του αμπελιού) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Aβούτσι τε δε 'στέρου το κρίμα μετε'υρίστη,
'φκώθην άφ' σον κόσμο του Θεού η πίστη
(Έτσι μετά η αμαρτία ανατράπηκε
απλώθηκε πια στον κόσμο του Θεού η πίστη)
Φάρασ. -Λαμπρ.
Συνών. κλώθω, κουπώνω, ντεβιρντίζω
2. Σηκώνω στον αέρα Αφσάρ. : Πίεσιν το γκάdζ̑ι, μετε'ύρσιν ντα σ’ αν κάχι (Έπιασε την πέτρα, την σήκωσε στον αέρα και την άφησε σε μία άκρη) Αφσάρ. -Dawk.