ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μετρώ (ρ.) μετρώ [metˈro] Γούρδ., κ.α., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. μετρού [metˈru] Ουλαγ. μετράου [metˈrau] Φάρασ. Αόρ. μέτρησα [ʹmetrisa] Σινασσ., Φλογ. μέρτσα [ˈmertsa] Ουλαγ. Από το αρχ. ρ. μετρέω-ῶ. Ο τύπ. μετράου από νεότ. τύπ. μετράω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άω.
1. Μετράω ό.π.τ. : Μετρούν λίρες (Μετρούν λίρες) Τελμ. -Dawk. Μετρούνε τα ναίκες. Τα ναίκες κείνdαι τριάνdα ιννιά (Μετρούν τις γυναίκες. Οι γυναίκες ήταν τριάντα εννιά) Φλογ. -Dawk. Μέρτσα d’ ασκέρια (Μέτρησα τους στρατιώτες) Ουλαγ. -Dawk. Αωπός μετρά του χωρού τα κουμάσα, σέρεται τα ‘ρνίθα του χα φά (Η αλεπού μετράει τα κοτέτσια του χωριού, χαίρεται για τις κότες που θα φάει) Φάρασ. -Παπαδ. Μετράνκε τη σουρού μο το μεχτάρη ντάμα (Μετρούσε το κοπάδι μαζί με τον κοινοτάρχη) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κιελ-ογλάνης, ποτ παίν'νε τα κορίτσα μέτρησεν τα κειόταν κοσ̑ινιά, ποτ έρουνται γέναν τριάντα (Ο Κελ-Ογλάνης, καθώς πηγαίνουνε τα κορίτσια τα μέτρησε και ήταν 29, όταν έρχονται έγιναν 30) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Τα παράδε μέτρα τα σιφτάχι τσ̑αι ’στέρου έμbασ’ τα σον gεσέ σου (Τα λεφτά μέτρα τα πρώτα και μετά βάλε τα στο πουγγί σου˙ χρειάζεται προσοχή στις συναλλαγές μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. || Ασμ. Eσέν' αφέντη έπρεπε 'ς τα πλούτη να καθίσεις,
τό 'να σου χέρι να μετρά και τ' άλλο να δανείζει
(Eσένα αφέντη σου έπρεπε να κάθεσαι μέσα στα πλούτη
με το ένα χέρι να μετράς και με το άλλο να δανείζεις
κάλαντα)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. γαραλαΐζω :1
2. Υπολογίζω Μισθ. : Πολλά φοράς μέτρησα. Μπα, δε συμφέρ'. (Πολλές φορές τα υπολόγησα. Μπα, δεν συμφέρει.) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Μέτρα το ’στερνό τζ̑αι πιέσ’ αβούτζ̑ι το έργο (Αναλογίσου το τέλος και έτσι κάνε την δουλειά˙ πρέπει κανείς να υπολογίζει τις συνέπειες των πράξεών του) -Λεβίδ.Παροιμ. Συνών. γαραλαΐζω :1, χεσαπλαντίζω, ψηφώ :2