μήνας
(ουσ. αρσ.)
μήνας
[ˈminas]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
Γεν.
μηνός
[miʹnos]
Μισθ., Σινασσ.
μηνού
[miʹnu]
Αξ.
μήνα
[ʹmina]
Σίλ.
Θηλ.
μήνα η
[ʹmina]
Ανακ., Φάρασ.
Πληθ.
μήνες
[ˈmines]
Αξ., κ.α., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
μήναροι
[ˈminari]
Σίλ.
μήνοι
[ˈmini]
Κίσκ.
Από το μεσν. ουσ. μήνας (< αρχ. μήν). H αλλαγή γέν. κατά το θηλ. λόγω της ομόηχης θηλ. κατάλ. -α (Costakis 1964: 33).
1. Μήνας
ό.π.τ.
:
'ς ένα μήνας το ζάρφι
(Μέσα σε ένα μήνα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τη μήνα τ’ Άι-Γιαννιού
(Τον μήνα Ιούνιο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σ' ατό τη μήνα σπειραίνουμε τα κοτσ̑ία σα τοπία
(Αυτό το μήνα σπέρνουμε τα σιτάρια στα χωράφια)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Ένα μηνού αναφαγά
(Τρόφιμα ενός μηνός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
To έβγα του μηνός
(Το τέλος του μήνα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Το σέμα του μηνός
(Η αρχή του μήνα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Αυτό του μήνα σε να νη ένα χρόνο
(Αυτόν τον μήνα θα γίνει ένας χρόνος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Στάθη πένdε μήνες
(Έμεινε πέντε μήνες)
Φάρασ.
-Dawk.
Πορπατούν μέρες, πορπατούν μήνες, γετιστούν 'ς το βουγνί
(Περπατούν μέρες, περπατούν μήνες, φθάνουν στο βουνό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Μήνας ντα πόσα 'ναι; Μήνας τα πένdε 'ναι
(Πόσες του μηνός έχουμε; Είναι πέντε του μηνός)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το μαχτσούμι του ’χ’ αυξήσει σο χρόνο, ’ξάνκε σο μήνα
(Το παιδί όσο θα μεγάλωνε σε έναν χρόνο, μεγάλωσε σε έναν μήνα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εσείς αδαρά το έμαθετε, εγώ ήξευρά το, έχ’ και ένα μήνα!
(Εσείς τώρα το μάθατε, εγώ το ήξερα, έχει και έναν μήνα!)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Αδού σο μήνα το Μάη βγαίγκανι πουγά φίδα
(Εδώ το Μάιο μήνα έβγαιναν πολλά φίδια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Τ' άλλου μήνα σα τέσσιρα χάη
(Τον επόμενο μήνα, στις 4, πέθανε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ένα μήνα καχόδουμιστι σου παπούρ' μέσ'
(Ένα μήνα καθόμασταν μέσα στο βαπόρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Ποιό του μήνα;
(Ποιό του μήνα;˙ στις πόσες του μηνός;)
-Κωστ.Σ.
Καό μήνα!
(Καλό μήνα!˙ ευχή)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Να μπώ σο μήνα μ’
(Θα μπω στο μήνα μου˙ είμαι στον τελευταίο μήνα της κύησης)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Έσ̑ει μήνα ζουλεύει το χρόνο, έσ̑ει χρόνο ζουλεύει ένdεκα μήνες
(Έχει μήνα που θρέφει τον χρόνο, έχει χρόνο που θρέφει έντεκα μήνες˙ Δεν είναι όλες οι περίοδοι εξίσου παραγωγικές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Εσθένησεν Ακρίτσης μου χρόνον και μήνας πέντε
(Aρρώστησε ο Ακρίτης μου ένα χρόνο και πέντε μήνες)
Τελμ.
-Αινατζ.
2. Η έμμηνος ρύση, περίοδος
Σίλ.
:
Ήρτι μήνας μου
(Ήρθε η περίοδός μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
απάνω, μηνιάτικο :2, ρούχο :5