μήτε
(σύνδ.)
μήτε
[ˈmite]
Ανακ., Τελμ.
μούτε
[ˈmute]
Σινασσ.
μούτ'
[mut]
Σινασσ.
Αρχ. σύνδ. μήτε. Ο τύπ. μούτε πιθ. αναλογ. κατά το ούτε.
Αποφατικός συμπλεκτικός σύνδεσμος, ούτε
ό.π.τ.
:
Έβγαλε στο κορμί τ' ένα τραχύ που τον έτρωγε πολύ και μούτε ησυχία μούτε ανάπαψη είχε
(Έβγαλε στο κορμί του ένα έκζεμα που τον έτρωγε πολύ και ούτε ησυχία είχε ούτε ανάπαυση)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κι εγώ θέλω να πάρω ένα ζενgίν' άνdρα, αμά μούτε φτωχός με παίρ'
(Κι εγώ θέλω να πάρω έναν πλούσιο άντρα, αλλά ούτε φτωχός δεν με παίρνει)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Δεν μπόρ'σεν να πάγει μούτ' ομbρό μούτ' οπίσω
(Δεν μπόρεσε να προχωρήσει ούτε μπροστά ούτε πίσω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ασ' το κακό τ' μούτε μέρα μούτε νύχτα κοιμότονε
(Από το κακό του ούτε μέρα ούτε νύχτα δεν κοιμότανε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Και μη στοιχειώσιτ’ ορφανό μήτε ξένο μη διαβάτη,
παρά του μαστόρη την ωριά την γυναίκα,
πὄρχεται αργά από ταχιά, πο ’ρχεται αργά και το γεύμα (να μην στοιχειώσετε ορφανό, ούτε ξένο, ούτε περαστικό,
παρά την ωραία γυναίκα του μάστορα
που έρχεται αργά από νωρίς το πρωί που έρχεται αργά και το απόγευμα) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. μπιλέ, νε, ούτε
παρά του μαστόρη την ωριά την γυναίκα,
πὄρχεται αργά από ταχιά, πο ’ρχεται αργά και το γεύμα (να μην στοιχειώσετε ορφανό, ούτε ξένο, ούτε περαστικό,
παρά την ωραία γυναίκα του μάστορα
που έρχεται αργά από νωρίς το πρωί που έρχεται αργά και το απόγευμα) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. μπιλέ, νε, ούτε