ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μίγκρανο (ουσ. ουδ.) μίνgρανο [ˈmingrano] Αξ. Πληθ. μίνgρανογια [ˈmingranoʝa] Αξ. Από το μεταγν. ουσ. ἡμίκρανον = α) το μισό / πίσω μέρος του κεφαλιού β) ημικρανία, με ηχηροπ. του [k] > [g].
1. Μηλίγγι Αξ. : || Φρ. Σιλαdίζ̑’ το μίνgρανο μ’ (Πονεί το μηλίγγι μου˙ έχω ημικρανία) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μαλίγγες
2. Το μαλακό μέρος του κρανίου του μωρού Αξ.