μαλίγγες
(ουσ. αρσ.,πληθ.)
μαλίνgες
[maˈliŋɟes]
Φάρασ.
Από το μεσν. μηλίγγιν < αρχ. μῆνιγξ. Πβ. μήλινgα Καλαβρ.
Κρόταφοι, μηλίγγια
Συνών.
μίγκρανο :1, παρώτι :1