μαλαχιώνα
(ουσ. ουδ.)
μαλαχιώνα
[malaˈçona]
Μισθ.
Από το ουσ. μαλαχτό και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας, με απλοποίηση του συμπλέγματος [xtç] > [ç].
Αποθήκη για το μαλαχτό, την κοπριά
Μισθ.